Τα τελευταία χρόνια εμπλέκονται στην καθημερινή μας ζωή νέες έννοιες και όροι, που προέρχονται κυρίως από το γνωστικό πεδίο της Γενετικής Επανάστασης και ιδιαίτερα εκείνου του τομέα της Γεωργικής Βιοτεχνολογίας.
Συχνά πληροφορούμαστε για την παραγωγή διαγονιαδιακής τομάτας, σόγιας, αραβοσίτου και άλλων ποικιλιών φυτικών ειδών.
Η Γενετική Επανάσταση στα φυτά έχει συμβάλει στην παραγωγή ποιοτικά βελτιωμένων αγροτικών προϊόντων, ανθεκτικών στις διάφορες φυτασθένειες, τα έντομα, τη ξηρασία, τον παγετό κλπ.
Η δημιουργία ανθεκτικών φυτικών ποικιλιών συνέβαλε στην αποφυγή των επικίνδυνων για την δημόσια υγεία ψεκασμών με τοξικά φυτοφάρμακα και στην μείωση των μεγάλων οικονομικών ζημιών των καλλιεργητών.
Είναι υπαρκτός βέβαια πάντα ο κίνδυνος της διατάραξης της βιολογικής ισορροπίας της φύσης, με όλες τις αυτονόητες δυσμενείς συνέπειες, από την εφαρμογή των νέων αυτών επιστημονικών μεθόδων.
Κύριος στόχος της Γεωργικής Βιοτεχνολογίας είναι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων ανθεκτικότερων στα στοιχεία της φύσης, με το μικρότερο δυνατό κόστος και στις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες.
Η προώθηση μεταλλαγμένων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά αποτελεί επικερδέστατη επιχείρηση, αφού η Γεωργία αποτελεί το 65% της Παγκόσμιας Οικονομίας, ενώ δεν είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ακόμα:
α. Ποιες είναι οι αλλεργικές επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό;
β. Ποια είναι η συμβολή τους στην ανάπτυξη ανθεκτικών βακτηριδίων στα αντιβιοτικά φάρμακα;
γ. Ποιοι είναι οι κανόνες προστασίας των καταναλωτών;
Είναι γεγονός ότι οι συζητήσεις γύρω από τα Γενετικά Μεταλλαγμένα Φυτά εξαντλούνται, κατά κύριο λόγο, στην ηθική και νομική συνιστώσα του προβλήματος.
Η εξέταση του όλου ζητήματος, από τη σκοπιά αυτή, είναι απόλυτα δικαιολογημένη λόγω των φόβων που προκαλεί η εφαρμογή των επαναστατικών αυτών νέων μεθόδων, που πέραν από τις ευχάριστες επιφυλάσσουν και δυσάρεστες εκπλήξεις, που δοκιμάζουν τις κατεστημένες ηθικές, νομικές και κοινωνικές αξίες.
Η πιο σημαντική όμως πλευρά του όλου θέματος είναι ο νέος ρόλος που έχει η εκτεταμένη χρήση των μεταλλαγμένων φυτών στη σημερινή γεωργική πραγματικότητα.
Η προσδοκία της αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής αποτελεί την βάση της βελτίωσης των φυτών, ως εφαρμοσμένος κλάδος της Γενετικής.
Αποτέλεσμα των νέων αυτών μεθόδων υπήρξε η κατακόρυφη μείωση της Γενετικής ποικιλότητας των φυτών και η τμηματική εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας, σε ορισμένους τομείς.
Είναι αλήθεια ότι η αύξηση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, τα τελευταία χρόνια, προήλθε από την εκτεταμένη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.
Η αλόγιστη χρήση τέτοιων χημικών ουσιών ρυπαίνει το φυσικό περιβάλλον, αλλά και επιβαρύνει οικονομικά τους αγρότες, αυξάνοντας έτσι το κόστος παραγωγής.
Η σύγχρονη λοιπόν γεωργία βρίσκεται σε αδιέξοδο και βαρύνεται, σε μεγάλο βαθμό, από την ανορθολογική χρήση των χημικών προϊόντων βελτίωσής της.
Ο κλάδος της Γενετικής Μηχανικής, που στοχεύει στη βελτίωση των φυτών καθιστώντας τα ανθεκτικά στις ιώσεις αλλά και τα έντομα, εμφανίζεται ότι αποτελεί τη λύση του προβλήματος τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και για την παραγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων αγροτικών προϊόντων και μικρότερου κόστους.
Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η μεγάλη πλάνη.
Τα Μεταλλαγμένα Αγροτικά προϊόντα, υψηλής ποιότητας, κοσμούν τα ράφια των super markets των πλουσίων χωρών και απευθύνονται στους ήδη χορτάτους λαούς τους.
Τα νέα αυτά προϊόντα δεν αποτελούν με κανένα τρόπο τη λύση της διατροφής των φτωχών πληθυσμών του πλανήτη, όσο τέλεια και αν είναι η τεχνογνωσία που έχει επενδυθεί στην παραγωγή τους.
Καμιά βελτίωση των φυτών όσο τέλεια και αν είναι δεν μπορεί να δώσει τέλος στο πρόβλημα της πείνας, που μαστίζει τις χώρες του τρίτου κόσμου, όσο οι πλούσιες χώρες υπερκαταναλώνουν, κατά τρόπο αδηφάγο, το μεγαλύτερο μέρος της διατιθέμενης σε παγκόσμιο επίπεδο ενέργειας και τροφής.
Μια ορθή στρατηγική στον τομέα της γεωργίας, που θα εξισορροπούσε τη σημασία που έχει λάβει η παραγωγή μεταλλαγμένων προϊόντων, θα είναι η γενναία στήριξη της παραγωγής ντόπιων φυτών και ποικιλιών στα πρότυπα της βιολογικής καλλιέργειας.
Η Βιολογική Γεωργία μπορεί να αποβεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου διότι δεν χρειάζεται εξειδικευμένη τεχνογνωσία και δεν απαιτεί υψηλό καλλιεργητικό κόστος, προστατεύοντας παράλληλα το περιβάλλον, λόγω του γεγονότος ότι γίνεται χωρίς τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, τα βιολογικά προϊόντα είναι εντελώς ακίνδυνα για τον καταναλωτή και υψηλής ποιότητας, μπορεί δε να εφαρμοστεί σε ευρεία κλίμακα και από τις φτωχότερες χώρες.
Για τους παραπάνω λόγους:
1) Πρέπει λοιπόν να υπάρξει η κατάλληλη μελέτη και έρευνα των τοπικών φυτικών ποικιλιών όσο αφορά στην προσαρμοστικότητά τους σε συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον.
2) Πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη φυτωρίων τοπικών ποικιλιών.
3) Να δοθούν οικονομικά κίνητρα στους αγρότες για να εφαρμόσουν προγράμματα Βιολογικής Γεωργίας.
4) Να πιστοποιηθούν τα Βιολογικά αυτά αγροτικά προϊόντα, κατά έγκυρο τρόπο, ως ονομασίας και προέλευσης (Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του καθηγητή ΚΑΦΑΤΟΥ στο ερώτημα: Σε τι διαφέρουν τα βιολογικά προϊόντα από τα κοινά; Απάντησε: ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗ! δηλαδή ακριβότερα, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι δεν γίνονται σωστοί έλεγχοι…).
5) Να υπάρξει πλήρης ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού για την αξία των προϊόντων αυτών, όσον αφορά στην υγεία του αλλά και στην θρεπτική και γευστική τους ποιότητα.
Αξίζει βέβαια να διευκρινιστεί ότι η Βιολογική Καλλιέργεια δεν έρχεται να καταργήσει την Γεωργική Βιοτεχνολογία, η οποία είναι αναντικατάστατη ιδιαίτερα στον τομέα της ανταγωνιστικότητας του κόστους ορισμένων γεωργικών προϊόντων σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά κινείται συμπληρωματικά προς αυτήν, με στόχο να καλύψει τα κενά που αφήνει στις φτωχότερες χώρες και να μειώσει τις όποιες πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου.
* Ο Δημήτρης Κων. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός – ΓΓΑ – νομάρχης Ηρακλείου