Ο τίτλος είναι «δανεισμένος» από το σπουδαίο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Πιερ Μισόν (Pierre Michon), το οποίο αποτελεί ένα από σημαντικότερα κείμενα της Γαλλικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα!
Με την έκδοσή του το 1984, το υπέροχο αυτό βιβλίο τάραξε τα «λογοτεχνικά νερά» σε όλο τον κόσμο, με τους ειδικούς του χώρου να το χαρακτηρίζουν ως «αριστούργημα»!
Το βιβλίο παρακολουθεί οκτώ βίους ταπεινών ανθρώπων, από το παρελθόν και το παρόν, που ξαναζωντανεύουν στη γενέθλια Γη του συγγραφέα, τη Γαλλική επαρχία, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και η μνήμη εκείνου που δημιούργησε αυτούς τους χαρακτήρες, τους ακουμπά διακριτικά και ανεπαίσθητα.
Ενώ είναι βίοι απλών ανθρώπων, αποτελούν ταυτόχρονα υποδειγματικούς βίους, που καθώς εξελίσσονται σκιαγραφούν και συνθέτουν το πρόσωπο του ίδιου του συγγραφέα τους. Το πρόσωπο ενός ανθρώπου που αγωνίζεται να δικαιώσει την ίδια την ύπαρξή του. Μέσα από τους ήρωες που δημιούργησε και παρακολουθεί τις ζωές τους, επιθυμεί ουσιαστικά να δικαιώσει τη δική του ζωή. Να εξιλεωθεί!
Σε ρόλο αφηγητή ο συγγραφέας, καταγράφει οκτώ βιογραφίες ανθρώπων, που μοιάζουν περισσότερο με αγιογραφίες. Οι χαρακτήρες του Μισόν βιώνουν ολομόναχοι την αφανή ζωή τους, ενώ κάποιες φορές εισέρχονται στο περιθώριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, παγιδευμένοι στην ανέχεια, το αλκοόλ και την ματαιότητα.
Το εντυπωσιακό είναι πως ο ίδιος ο Μισόν έγραψε αυτό το βιβλίο σε ηλικία 39 ετών, έχοντας υπερβεί κι εκείνος τα όρια της ανέχειας, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να έμενε άστεγος και με μοναδική δυνατότητα βιοπορισμού, τους μικρούς περιθωριακούς ρόλους του στο θέατρο.
Γράφοντας όμως αυτό το βιβλίο ο Μισόν, έδωσε την ευκαιρία σε όλους τους «κομπάρσους της ζωής», που δεν πρωταγωνίστησαν πουθενά, που δεν έζησαν ποτέ κανένα πάθος, ξεμένοντας σε μια ταπεινή καθημερινότητα, που δεν πραγματοποίησαν κανένα όνειρο, που δεν ολοκληρώθηκαν οι ίδιοι σαν προσωπικότητες, να λυτρωθούν μέσα από μια «λογοτεχνημένη» βιογραφία τους. Αφού δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους, τουλάχιστον να είχαν μια ευκαιρία στη ζωή τους να πρωταγωνιστήσουν στους «Ελάσσονες βίους» των ταπεινών και των ασήμαντων ηρώων του Μισόν. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως, μέσα στις σελίδες του βιβλίου «Βίοι ελάσσονες», ο Γάλλος συγγραφέας καταγράφει την αυτοβιογραφία του.
Με αυτή τη θεματολογία ο Μισόν, έγινε γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός σε ένα περιορισμένο μεν, αλλά πιστό αναγνωστικό κοινό, αποσπώντας πάντως τις καλύτερες κριτικές. Η μεγάλη αξία αυτού του έργου έγκειται στο ότι, ο συγγραφέας κατάφερε μέσα από τις λέξεις που χειρίστηκε αριστοτεχνικά ως «λογοτεχνικές ψηφίδες», να μετατρέψει το κοινότυπο σε μεγαλειώδες!
Είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας. Το μεγαλειώδες μένει στα «αζήτητα» και το κοινότυπο προκαλεί το ενδιαφέρον. Οι ζωές των ανθρώπων αρχίζουν να αποκτούν νόημα και αξία σήμερα, μόνο όταν πρωταγωνιστούν οι ίδιοι οι άνθρωποι, με τον οποιονδήποτε μάλιστα τρόπο. Αλλιώς ξοδεύονται άδοξα και αδιάφορα μέσα στην πληκτική ασημαντότητά τους. Οι ζωές είναι ασήμαντες όταν δεν περιέχουν συναρπαστικές «λεπτομέρειες». Η επικαιρότητα «τρέφεται» από αυτή τη βλαβερή καταναλωτική συνήθεια.
Ο Αφροαμερικανός Τζόρτζ Φλόιντ έγινε διάσημος μετά τη δολοφονία του. Τώρα απέκτησε αξία η ζωή του, αφού την έχει όμως πια χάσει. Πριν να συμβεί το κακό, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει κάτι για εκείνον τον άνθρωπο και για τη ζωή του.
Αλλά και ο λευκός αστυνομικός που τον έπνιξε με το γόνατο, ένας ασήμαντος κρίκος του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού ήταν, μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο του ο Φλόιντ. Εκείνος τον έκανε διάσημο…
Τώρα, μετά τη φονική του πράξη, έγινε κι αυτός πρωταγωνιστής της παγκόσμιας επικαιρότητας και η ζωή του αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, από κάθε λογής ψυχολόγους και κοινωνιολόγους, για χίλιους δυο λόγους…
Τα ΜΜΕ άρχισαν να «ιχνηλατούν» το παρελθόν του αστυνομικού της Μινεσότα. Μέσα από μακρόσυρτες τηλεοπτικές εκπομπές που αποκαλύπτουν τη ζωή των παιδικών του χρόνων, οι άνθρωποι της τηλεόρασης αναζητούν, και κάτι μου λέει ότι θα ανακαλύψουν γρήγορα, κάποιο συγγενικό πρόσωπο από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον, που τον κακοποιούσε όταν ήταν παιδί, ερμηνεύοντας έτσι και τις αιτίες που δημιούργησαν τον βίαιο χαρακτήρα του. Τα ευρήματα αυτής της «έρευνας» θα χρησιμοποιηθούν βέβαια αργότερα και ως ελαφρυντικά στοιχεία για την υπεράσπισή του στο δικαστήριο.
Η επιστημοσύνη με την οποία επιχειρεί το «σύστημα» να «μαλακώνει» ιδιαζόντως σκληρές καταστάσεις με το πρόσχημα του ρεαλισμού, δεν μπορεί να αποτελεί συνάμα και οποιοδήποτε μορφής «άλλοθι» για τα πιο φριχτά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί.
Αν δεν υπήρχαν τα ανθρώπινα πάθη και η αντιζηλία, δεν θα μαθαίναμε ποτέ λεπτομέρειες για τη ζωή της 34χρονης Ιωάννας, αλλά ούτε και για τον «πλούσιο εσωτερικό κόσμο» της 35χρονης κοντοχωριανής της, που της πέταξε στα μούτρα το βιτριόλι. Τώρα όμως καθημερινά μαθαίνουμε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που αφορούν τις ζωές των δύο αυτών κυριών, από 5-6 μάλιστα τηλεοπτικές εκπομπές που ασχολούνται εξονυχιστικά με την υπόθεση αυτή.
Το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξε, η ελληνική κοινωνία, ήταν ουσιαστικά ο λόγος που και ο ίδιος ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο «τρομερός Μάικλ», ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση εξιχνίασης αυτού του εγκλήματος, σύμφωνα με δήλωσή του. Το νόημα όμως της δήλωσης του υπουργού αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όταν λάβουμε υπόψη μας πως, την «ενημέρωση» της ελληνικής κοινωνίας την έχουν αναλάβει σήμερα, σχεδόν αποκλειστικά, τα ΜΜΕ ιδιοκτησίας των προέδρων των τριών μεγαλύτερων ΠΑΕ της χώρας…
Αναρωτιέμαι βέβαια, πως αντιλαμβάνονται άραγε σήμερα τα παιδιά μας τους πρωταγωνιστές της κοινωνίας μας, όταν και η ίδια η κοινωνία αδυνατεί να ξεχωρίζει τα πρότυπα από τους πρωταγωνιστές. Πώς να αντισταθεί όμως ένας νέος άνθρωπος σε ένα διαβρωμένο «σύστημα», χωρίς αξίες, που τον θέλει αμόρφωτο και εύπεπτο καταναλωτή; Θα γείρει προς την βολική πλευρά του παθητικού δέκτη που ενημερώνεται από την TV και επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του μέσω Messenger, ή θα επιλέξει να κατέχει ο ίδιος θέση πρωταγωνιστή στη ζωή του και όχι κομπάρσου, διεκδικώντας να παίξει έναν ουσιαστικό, ενεργό ρόλο στην κοινωνία;
Το να πλησιάζεις τον άλλον ξεκινώντας από τον εαυτό σου και μετά να επιστρέφεις πάλι σ’ εσένα, είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις τον άγνωστο άνθρωπο που κρύβεις μέσα σου. Στην εποχή όμως «της μεγάλης απόστασης» που ζούμε, μάλλον είναι πολύ δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο!
Ο Μισόν, μέχρι τα 38 του χρόνια ήταν ένας αποτυχημένος συγγραφέας, αλλά μετά την έκδοση του βιβλίου του «Βίοι ελάσσονες» έγινε διάσημος. Αργότερα, κάνοντας την αυτοκριτική του, με απόλυτη διάθεση ειλικρίνειας, δήλωνε:
«Η θεωρία της λογοτεχνίας, μου επαναλάμβανε έως κορεσμού ότι το γράψιμο βρίσκεται εκεί όπου δεν είναι ο κόσμος. Αλλά τι ανόητος που ήμουν. Είχα χάσει τον κόσμο, και το γράψιμο δεν ήταν εκεί…».
https://moschonas.wordpress.com.