- Μέρες τώρα, δεν ησυχάζω. Σωπαίνω, σφίγγομαι όταν ακούω τον λυγμό μου να βγαίνει συρτά και να στροβιλίζει στον αέρα.
Η είδηση ήταν απλή, καθημερινή, μα πιο σκληρή απ’ ό,τι φαινόταν: «Άφησε τα τρία μικρά παιδιά της μόνα στο σπίτι και εξαφανίστηκε για δυο μέρες. Όλα είναι κάτω των έντεκα χρονών, το πιο μικρό είναι τετραπληγικό, γράφτηκε επίσης ότι δεν ακούει και είναι τυφλό. Οι γείτονες πήγαιναν φαγητό στα παιδιά».
Θα γλίτωνα στα σίγουρα τη στεναχώρια, φτάνει να έκανα το βολικό, το συνηθισμένο: Να πήγαινα στην παρακάτω είδηση. Και λίγο πιο πριν, να πρόφταινα να κατηγορήσω τη «μάνα» για τη σκληράδα και την ανευθυνότητά της. Να τα πω, να καθαρίσω, να ξαλαφρώσω, να περάσω το σκαλοπάτι, κι αφού δεν συμβαίνει σε μένα, στο τέλος να πω με βαριά καρδιά: «Ρε τι γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο!».
Όμως, το βολικό μέσα μου αυτή φορά, σκόνταψε. Τα δυο παιδιά κι εκείνο το τρίτο, το μικρό, το τετραπληγικό, που δεν ακούει και είναι τυφλό, τι κάνει, τι νιώθει, πώς το νιώθει όταν οι πόρτες των αισθήσεων είναι κλειστές και η κάθε επαφή με τον έξω κόσμο είναι αδύνατη;
Τι φρίκη να βιώνει αυτό το καινούργιο στον κόσμο παιδί, μέσα στην άγνωστη σιωπή του, ιδιαίτερα όταν οι εξωτερικές συνθήκες και κυρίως οι προοπτικές-ιατρικές, οικογενειακές και κοινωνικές-είναι αδύναμες και αδύνατες;
Κι εγώ, ως παθών και φυσικοθεραπευτής, ξέρω καλά τι θα πει «αναπηρία». Κι αυτή του παιδιού είναι από τις πιο άγριες, τις πιο άδικες, τις πιο μοναχικές.
Από εκείνες που κανείς, ούτε σαν σκέψη, δεν θέλει να πλησιάσει. Είναι από εκείνες τις αναπηρίες, που η σκληράδα τους δικαιολογεί κάθε, ελαφρυά, έξυπνη ή ανόητη αδιαφορία του καθενός, για να επιβιώσει ο «υγιής», εύρωστος ψυχικός κόσμος του.
Ως άνθρωπος, δεν έχω κάτι άλλο. Βουτώ νοερά στη σκοτεινή και σιωπηλή λίμνη αυτού του παιδιού, που ζει μόνο του χωρίς μνήμες, χωρίς εμπειρίες και χωρίς το μόνο που θα αισθανόταν: Ένα χάδι. Βουτώ, καταδύομαι για να ακουμπήσω τη μοναξιά του, να το νιώσω, να με νιώσει, με την ελπίδα, κι ίσως την ψευδαίσθηση, ότι κάποιος το βοηθά κι ότι ψάχνει να βρει το μυστικό κλειδί, του σκοτεινού κουτιού όπου έχει φυλακιστεί.
Βουτώ γιατί δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Βουτώ και ντρέπομαι, γιατί το νοερό της πράξης μου είναι φλύαρο, ακίνδυνο και θορυβώδες και γιατί βλέπω ότι αδυνατώ να κάνω κάτι καλύτερο.
Είναι οι στιγμές που επιθυμώ να επιστρέψω, πενήντα χρόνια πριν, στο παιδικό μαξιλάρι μου και στα βραδινά όνειρά μου. Τότε που αυτά, μου χάριζαν ένα μαγικό ραβδί, που μπορούσε να μεταμορφώσει και να καλυτερέψει τα πάντα.
Τα πάντα…