Μια περιπέτεια υγείας του πατέρα μου οδήγησε τον ίδιο στο νοσοκομείο και μένα στο Ηράκλειο.  Με την ψυχή στο στόμα – αφού είδα  το Χάρο με τα μάτια μου στην προσγείωση εν μέσω  νοτιά- έσπευσα στο Βενιζέλειο.

Ήταν ημέρα εφημερίας και προετοίμασα τον εαυτό μου να αντιμετωπίσει σκηνές χάους. Περίμενα να δω ασθενοφόρα να αρμαθιάζονται στην είσοδο, ασθενείς σε φορεία, διαπληκτιζόμενους συγγενείς και το νοσηλευτικό προσωπικό σε αλλόφρονα κατάσταση.

Έκπληκτος βρέθηκα μπροστά σε μια ειδυλλιακή εικόνα: μια βουκολική γαλήνη βασίλευε στο τοπίο της Κνωσού. Ούτε σειρήνες ασθενοφόρων, ούτε βογκητά αρρώστων παρατημένων στον ήλιο, ούτε μεμψιμοιρίες συγγενών. Κοντολογίς, μια άκρα του Ασκληπιού σιωπή.

Πίστεψα ότι είχα βρεθεί σε παράλληλο σύμπαν κι έτριψα τα μάτια μου. Δεν άλλαξε κάτι.

Ρώτησα διστακτικά τον θυρωρό αν ήμουν στο σωστό μέρος. «Ναι», μου αποκρίθηκε. Εφημερεύετε όντως; «Μάλιστα». Και αυτή είναι η κεντρική είσοδος; «Ακριβώς». Από εδώ μπαίνουν οι ασθενείς και οι επισκέπτες;  «Σωστά».

Δεν επέμεινα. Επέδειξα το covid test μου και εισχώρησα –πιο μόνος από ποτέ. Στην πτέρυγα που είχαν τον πατέρα μου (Α’ Παθολογική) τα πάντα άστραφταν από καθαριότητα. Τα μάρμαρα γυαλοκοπούσαν, το ίδιο και τα μάτια των νοσηλευτριών που τιτίβιζαν χαρούμενες.

Αναζητώντας το δωμάτιο που φιλοξενούσε τον πατέρα μου, πέρασα μπροστά από αρκετές ανοιχτές πόρτες. Δωμάτια άδεια, κλίνες άδειες. Μα πού είναι τα ράντζα στους διαδρόμους, πού οι φωνές και η χλαπαταγή; Ήταν δυνατόν; Πώς γίνεται να ακούμε συνέχεια στις Ειδήσεις ότι δεν υπάρχουν κρεβάτια ούτε για δείγμα κι εκεί τα μισά να είναι άδεια;  Δεν μπορούσα  να καταλάβω τι συνέβαινε.

Βρήκα τον πατέρα μου. Ήταν σε δίκλινο! Και μάλιστα το διπλανό κρεβάτι άδειο. Ο πατέρας μου με κοίταζε γαλήνια. Αφού χαιρετιστήκαμε και τον φίλεψα με τα τελευταία νέα μου –εκείνος δεν μπορούσε να μιλήσει, είχε μασκάκι οξυγόνου-, βγήκα στο μπαλκόνι. Τι εξαίσια θέα! Μπροστά μου απλωνόταν η κοιλάδα του Μινωικού παλατιού.  Μια ξαπλώστρα που γινόταν κρεβάτι περίμενε τον συνοδό της νύχτας. Ήμουν λες στο Μαγικό Βουνό, του Τόμας Μαν. Μάλιστα, για μια στιγμή σκέφτηκα να διανυκτερεύσω εκεί –αλλά δεν είχα φέρει μαζί μου βιβλία να διαβάσω.

Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Εγώ θυμόμουν ένα νοσοκομείο τριτοκοσμικό και έβλεπα ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Αδυνατούσα να εννοήσω την αλλαγή. Ήταν σα να είχα βρεθεί σε άλλο πλανήτη.

«Είδες;» μου είπε αργότερα ο αδελφός μου που ήρθε να με μαζέψει. «Έκανε κι ένα καλό ο κορωνοϊός. Έγιναν ανθρώπινα τα νοσοκομεία».

Υποκλίνομαι!

(Στο μεταξύ, τιμή και δόξα στους γιατρούς και νοσηλευτές που εδώ κι ένα χρόνο παλεύουν με το αδιανόητο).