Με τις περιστροφές των χρόνων, των εποχών και των ημερών, ουδείς σήμερα ασχολείται με ένα θέμα εν πολλοίς ξεπερασμένο, για τους περισσότερους, αλλά παράλληλα ενδεικτικό κάποιων άλλων παραμέτρων και απόψεων για μερικούς άλλους. Αναφέρομαι στο μονοτονικό και το πολυτονικό σύστημα της γλώσσας μας, όπως τουλάχιστον έχει ή τείνει να διαμορφωθεί η κατάσταση έως τώρα. Βεβαίως το θέμα έχει ξεκαθαρίσει για τους πολιτικούς μας με μια μονοκονδυλιά, έχοντας προφανώς άλλα σπουδαιότερα να ασχοληθούν.
Είχε προηγηθεί η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, ένα χρόνο πριν, από υπουργό άλλης κυβέρνησης, όταν στη συνέχεια, το 1982, η τότε νεοσυσταθείσα στην ιστορία κυβέρνηση η οποία μεσουρανούσε στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας με μεγαλεπήβολα λόγια σε αρκετά κρίσιμα εθνικά θέματα, κατοχύρωσε με νόμο την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος.
Οι επόμενες δεκαετίες, όμως, κάπου τέσσερις έως τώρα, έδειξαν πως το πολυτονικό δεν έπαψε να χρησιμοποιείται από πολλούς σε κατ’ ιδίαν και σε διαπροσωπικές χρήσεις, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται ότι εφαρμόζεται κατά κόρον από μεγάλο αριθμό εκδοτών.
Έτσι αν ρίξει μια ματιά ο αναγνώστης σε βιβλία μεγάλων εκδοτικών οίκων, αποκαλύπτει την πραγματικότητα, ενώ είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η χρήση του προκαλεί αναρίθμητα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τις διορθώσεις των κειμένων από τους αρμόδιους, τις γραμματοσειρές και κάποια τεχνικής φύσεως προβλήματα σύμφυτα με την όλη εκδοτική δραστηριότητα.
Εκτός των εκδοτικών οίκων υπάρχει, επίσης, ένας μεγάλος αριθμός λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία χρησιμοποιούν σε σταθερή βάση το πολυτονικό σύστημα σε όλα τα κείμενα ανεξαρτήτως της μορφής που αποστέλλονται από τους συγγραφείς. Κάποιοι εκδότες επιμένουν σε αυτό, με το επιχείρημα του πλούτου που προσφέρει στη γλώσσα το πολυτονικό σύστημα, και την γενικότερη αισθητική του, για όποιον βεβαίως μπορεί να εκτιμήσει τέτοιου είδους παραμέτρους.
Αν προστρέξουμε στην πολύξερη και υπομονετική ιστορία, θα μάθουμε ότι μέσα σε όλα τα δεινά του δεύτερου μεγάλου πολέμου, στα 1941 συγκεκριμένα, ο καθηγητής Ιωάννης Κακριδής (1901-1992) διώχτηκε πειθαρχικά από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών για την έκδοση βιβλίων του σε μονοτονικό σύστημα! Ακολούθησε η αποκαλούμενη “Δίκη των τόνων”, η τιμωρία του και η αποπομπή του από το πανεπιστήμιο.
Βρισκόμασταν σε χρόνια γερμανικής κατοχής, υπήρχαν άλλα σοβαρότερα προβλήματα για να ασχοληθούν άπαντες και εν μέσω κλίματος με έντονη την αντικομουνιστική πραγματικότητα και φυσικά την ανάλογη προπαγάνδα. Η πράξη εκείνη χαρακτηρίστηκε “αριστερή”, ενώ το όλο ζήτημα πολιτικοποιήθηκε, κατά τα γνωστά και διαχρονικά στον ταλαίπωρο ελληνικό χώρο, ταυτιζόμενο παράλληλα με ευρύτερες κοινωνικές απαιτήσεις και πολιτικές τοποθετήσεις των οπαδών ή των αντίθετων της εφαρμογής του πολυτονικού συστήματος στη γλώσσα.
Για μερικούς εκδότες, σήμερα, το μονοτονικό σύστημα αποτελεί την συνέχεια της εφαρμογής της δημοτικής και την διολίσθηση προς την ολοένα και μεγαλύτερη απλότητα στη χρήση της νεοελληνικής γλώσσας με έκδηλη και εκρηκτική έλλειψη καλλιέργειας, ακρίβειας και αισθητικού κάλλους, δίνοντας το έναυσμα για συνέχιση της κατιούσας πορείας της με έντονο τον παραλληλισμό με τη γενικότερη πορεία της χώρας προς τον διάχυτο και επικίνδυνο λαϊκισμό.
Φυσικά δεν λείπουν ένα σωρό άλλα επιχειρήματα για τη χρήση του πολυτονικού συστήματος που αφορούν στην ουσία ζητήματα ετυμολογικής και συντακτικής φύσεως, ειδικά όταν μεταφέρονται παλιότερα κείμενα στη σύγχρονη πραγματικότητα και γραφή. Η επιβολή της χρήσης του μονοτονικού, ίσως για μερικούς να ήταν σε παρελθούσες εποχές ένα αποφασιστικό βήμα για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία σε άλλα ζητήματα, πέραν της μορφής αυτής καθ’ εαυτής της γραφής.
Σήμερα, φτάσαμε σε σημείο όπου χρησιμοποιούνται και τα δύο συστήματα. Κάνοντας έρευνα στο προσωπικό αρχείο της βιβλιοθήκης μου και κυρίως στις πρόσφατες εκδόσεις, διαπιστώνω ότι το μεγαλύτερο ίσως ποσοστό των βιβλίων είναι τυπωμένα σε πολυτονικό σύστημα. Δεν χρειάζεται νομίζω να αναφερθώ σε ονόματα, αφού είναι γνωστά (ενδεικτικά εκδοτικοί οίκοι όπως, Άγρα, Εστία, Ίκαρος, Κίχλη, Γκούτεμπεργκ, περιοδικό Κοράλλι, κλπ.), και τα οποία συναντά και γνωρίζει, ασχέτως αν δεν σχολιάζει, ο καθημερινός αναγνώστης τους. Άλλωστε, οι συζητήσεις υπέρ ή κατά του πολυτονικού συστήματος, σήμερα περιορίζονται στους κύκλους ορισμένων αμετανόητων και ‘γραφικών’ οπαδών της.
Ίσως η επιστροφή στο πολυτονικό σύστημα να αποτελεί ένα μέτρο ή έναν έμμεσο, έστω, τρόπο ανάσχεσης της επέλασης του ψηφιακού βιβλίου (e-book) εις βάρος του έντυπου, αναγκάζοντας με τον τρόπο αυτό τους εκδότες να βελτιώσουν αισθητικά τις γεμάτες κακοτεχνίες και προχειρότητες παλιές τους εκδόσεις, φέρνοντας στο προσκήνιο και στα μάτια των αναγνωστών τους όμορφες συλλεκτικές εκδόσεις μεγάλων και διαχρονικών συγγραφέων.
Όπως και να έχει η σημερινή κατάσταση, πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος κάποτε, όπως άλλωστε και η καθιέρωση της δημοτικής, ένα χρόνο νωρίτερα, ήταν πράξεις πολιτικές, αλλά με έντονες κάποιες παράπλευρες επιδράσεις.
Η μεν δημοτική γλώσσα επιβλήθηκε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έχοντας προφανώς κατά νου μην τυχόν προλάβει και την εφαρμόσει όχι αυτή, αλλά η επελαύνουσα στην νεοελληνική ιστορία σοσιαλιστική, όπως διατεινόταν, παράταξη, η δε εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος ένα δείγμα της μεγάλης “αλλαγής” που βρισκόταν στις σελίδες του βαρύγδουπου προγράμματός της.
Σίγουρα, όμως, οι ειδήμονες και αμετανόητοι εραστές της λογοτεχνίας, της ανάγνωσης και του βιβλίου, έχουν άλλες παραμέτρους, τελείως διαφορετικές από τους πολιτικούς και το κυριότερο, φυσικά, τελείως διαφορετικό ενσωματωμένο αισθητικό κριτήριο!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ