Όλα πήγαιναν καλά στο «πάρτι» που είχαν στήσει τα φιλοκυβερνητικά τηλεοπτικά κανάλια, με αφορμή την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στη χώρα μας την περασμένη Πέμπτη, μέχρι τη στιγμή που κάποια «αδιάκριτη» και «απρόσεκτη» κάμερα «συνέλαβε» τον Υπουργό Εξωτερικών της χώρας μας, να υποκλίνεται βαθιά μπροστά στον επίσημο Τούρκο μουσαφίρη, κατά την είσοδο του δεύτερου στο Προεδρικό Μέγαρο.
Πιο συγκεκριμένα, κατά την άφιξη του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Προεδρικό Μέγαρο, προκειμένου να συναντήσει την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στον Τούρκο προσκεκλημένο!
Το γεγονός αυτό – όπως ήταν αναμενόμενο – αποτέλεσε μια πολύ καλή αφορμή για να ξεκινήσει ένα άλλο μεγάλο «πάρτι» στα social media. Οι αντιδράσεις και τα ιδιαίτερα καυστικά σχόλια μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των χρηστών στα κοινωνικά δίκτυα. Χαρακτηριστικά είναι και τα αποσπάσματα: «Φεύγοντας ο Ερντογάν… ας πάρει και τον οσφυοκάμπτη… δεν τον έχουμε ανάγκη εδώ… έχουμε μπουχτίσει από προσκυνημένους». Αλλά και τούτο: «Ο Γεραπετρίτης είναι πιο εκπαιδευμένος από τον Πίνατ, αφού δεν χρειάστηκε κροκέτες για να κάνει ντεμενάδες στον Ερντογάν».
Το σχόλιο αυτό αφορούσε ένα ενσταντανέ από τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον Έλληνα πρωθυπουργό που ακολούθησε στην συνέχεια στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου εκεί ο Πίνατ, ο γνωστός χαριτωμένος σκύλος του Μεγάρου Μαξίμου, εισήλθε χειραγωγούμενος στο πλάνο της χειραψίας των δύο ανδρών, με το πέταγμα μιας κροκέτας στο πλατύσκαλο του Μεγάρου…
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συστημικών τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, υπερασπιζόμενοι την υπόληψη και το κύρος του υποκλινόμενου υπουργού, και δικαιολογώντας τον, τάχαμου ότι η υπόκλιση είχε αποδέκτη την Πρόεδρο της Δημοκρατίας – πριν καν προλάβει να δικαιολογηθεί ο ίδιος ο υπουργός – το θέμα «ξέφυγε» γρήγορα και εκτός συνόρων.
Τα τουρκικά ΜΜΕ ανέφεραν χαρακτηριστικά: «Μεγάλη αντίδραση προκάλεσε στην Ελλάδα η υπόκλιση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Γεώργιου Γεραπετρίτη, κατά την είσοδο του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Προεδρικό Μέγαρο. Έλληνες αντέδρασαν στη συμπεριφορά του υπουργού τους».
Αργότερα και μετά το σάλο που δημιούργησε η αχρείαστη υπόκλιση, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, υιοθετώντας την «τηλεοπτική υπερασπιστική γραμμή», επέμεινε ότι υποκλίθηκε στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι στον Τούρκο πρόεδρο, λέγοντας:
«Εγώ θα αποδίδω πάντοτε τον δέοντα σεβασμό στην αρχηγό του κράτους. Όπως το έπραξα το Σάββατο που την είδα, το έπραξα και σήμερα και θα το πράττω πάντα. Στην αρχηγό του κράτους μου εγώ πάντοτε θα το πράττω αυτό. Εξάλλου, τον πρόεδρο Ερντογάν τον είδα, όπως γνωρίζετε το πρωί. Εγώ τον υποδέχθηκα και νομίζω οι εικόνες μπορούν να μιλήσουν από μόνες τους». Σ’ αυτό το τελευταίο είχε δίκιο ο υπουργός, γιατί οι εικόνες – για κακή του τύχη – μίλησαν πράγματι από μόνες τους:
Συγκεκριμένο βίντεο, αλλά και φωτογραφία, προερχόμενα αυτή τη φορά από τουρκικά ΜΜΕ, απαθανατίζουν τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών να υποκλίνεται μπροστά στον Τούρκο πρόεδρο και κατά την υποδοχή του στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, στο οποίο όμως δεν παρίστατο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν η στιγμή όπου, ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας μας, Γιώργος Γεραπετρίτης υποδεχόταν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο αεροδρόμιο – που ήρθε μέρα μεσημέρι κι όχι νύχτα – στα πλαίσια της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα.
Δεν γνωρίζουμε αν υπήρξε και «τρίτη υπόκλιση» κατά την αναχώρησή του Τούρκου προέδρου, αργά το απόγευμα της Πέμπτης στο αεροδρόμιο, καθώς οι τηλεοπτικές κάμερες ήταν σαφώς λιγότερες, αφού είχαν κάνει ήδη τη «ζημιά» τους από το πρωί.
Οι φωτογραφίες πάντως με τις υποκλίσεις του Υπουργού των Εξωτερικών της χώρας μας στον «αφέντη σουλτάνο» της Τουρκίας, που έγιναν viral στα social media, ξεφεύγουν από τους κανόνες της «ευγενικής φιλοξενίας» και αγγίζουν τα όρια της δουλοπρέπειας.
Η υπόκλιση, ως πολιτική στάση, θα πρέπει να απομονωθεί από την ίδια την κοινωνία…
Επί της ουσίας τώρα αυτής της επίσκεψης: Ουσιαστικά επρόκειτο για μια επίσκεψη χαμηλών προσδοκιών, τουλάχιστον από την ελληνική πλευρά, ως προς τα μεγάλα μέτωπα, αλλά και με την ευχή, να αποτελέσει αυτή ένα βήμα μπροστά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται σε ζητήματα «χαμηλής πολιτικής», για τα οποία είχε ήδη γίνει προεργασία σε επίπεδο υπουργών και υφυπουργών.
Η «νέα σελίδα» στα ελληνοτουρκικά, έτσι όπως αποτυπώθηκε πολιτικά με την «Διακήρυξη των Αθηνών», σχολιάστηκε θετικά από τα ευρωπαϊκά και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, όπως επίσης στην Ελλάδα και την Τουρκία. Από το 2016 – μετά την απόπειρα πραξικοπήματος – είναι η πρώτη φορά όπου ο Τούρκος πρόεδρος απέφυγε να προβάλει αναθεωρητικές αξιώσεις και δηλώσεις ισχύος, εις βάρος της χώρας μας.Κλίμα αισιοδοξίας επικρατεί και στην ελληνική κυβέρνηση, μετά την υπογραφή και από τις δύο πλευρές, των 15 δεσμεύσεων του κειμένου της Διακήρυξης. Οι διπλωματικές εκτιμήσεις εκατέρωθεν, «βλέπουν» τη συνέχεια της πολιτικής των «ήρεμων νερών», για ολόκληρο το 2024.
Το ιστορικό πάντως της στάσης της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας δεν δικαιολογεί όλη αυτήν την αισιοδοξία. Η βασική πολιτική της Γείτονος σε θέματα διεκδικήσεων δεν αλλάζει, και το δίλημμα, «διάλογος ή πόλεμος» είναι κίβδηλο. Αρκετοί είναι εκείνοι οι στρατηγικοί αναλυτές που βλέπουν με επιφύλαξη όλη αυτήν την εξέλιξη.
Θεωρούν αρχικά πως, η υιοθέτηση της άποψης ότι η καλή διάθεση αρκεί για την επίλυση μεγάλων προβλημάτων, δεν οδηγεί πουθενά, γιατί οι Τούρκοι ενδεχομένως αντιλαμβάνονται τα πράγματα εντελώς διαφορετικά από ό,τι εμείς. Αλλά και ως προς την ίδια την «Διακήρυξη της Αθήνας», οι αναλυτές αυτοί, εκφράζουν τους προβληματισμούς τους. Πιστεύουν δε ότι, η Διακήρυξη αυτή έγινε κυρίως για λόγους εντυπώσεων, γι’ αυτό και δεν έχει νομικές συνέπειες.
Η «Διακήρυξη της Αθήνας», έχει πολιτικές δεσμεύσεις, αλλά όχι νομικές. Θεωρούν ακόμα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της διολίσθησης θέσεων από μια κατευναστική πολιτική που δεσμεύεται να εφαρμόσει η χώρα μας, έναντι μιας άλλης χώρας που μόνο προβλήματα μας δημιουργούσε έως τώρα. Δεν είναι σαφές επίσης, για το ποιός θα ωφεληθεί περισσότερο;Η διατύπωση, λόγου χάρη, της Διακήρυξης Καλής Γειτονίας, «για αποχή από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή», αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών. Ανατρέχοντας μάλιστα στο πρόσφατο παρελθόν, για την Τουρκία ήταν προκλητικές ακόμα και οι επισκέψεις Ελλήνων αξιωματούχων στα ελληνικά νησιά.
Είναι πολύ πιθανό λοιπόν, να βρεθούμε προ του οξύμωρου, να μπορούν να επισκέπτονται ανενόχλητοι οι Τούρκοι πολίτες με μια απλή τουριστική visa το Καστελόριζο, αλλά η όποια επίσκεψη εκεί της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, να καταγγέλλεται ως «προκλητική ενέργεια» που παραβιάζει τους όρους της Διακήρυξης.Να απέχουμε δηλαδή εμείς από την άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, με αντάλλαγμα την αποχή της Τουρκίας από εναέριες παραβιάσεις και εμπρηστικές δηλώσεις.
Μετά το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, που συνεδρίασε υπό τους δύο ηγέτες στην Αθήνα, στην ελληνική κυβέρνηση επικρατεί ένα αίσθημα ικανοποίησης από την «ωραία ατμόσφαιρα» που δημιουργήθηκε, καθώς θεωρούν ότι, η εμπέδωση θετικού κλίματος αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών.
Το ερώτημα όμως είναι: Υπάρχει άραγε εδώ πραγματικός χώρος για κάποιες προσδοκίες από την ελληνική πλευρά ή τελικά πρόκειται για ένα ακόμα επικοινωνιακό παιχνίδι που περιορίζεται μεταξύ των υποκλίσεων του Γεραπετρίτη και των παιχνιδισμάτων του Πίνατ; Η απάντηση, προφανώς, δεν μπορεί να είναι επικοινωνιακή και μόνο.