Με τα λόγια αυτά αρχίζει τις αφηγήσεις του ο τέως βασιλιάς στον ευρηματικό τίτλο του βιβλίου, «Βασιλεύς Κωνσταντίνος χωρίς τίτλο» για καταγραφή των θέσεων και απόψεων του, για τις οποίες σιώπησε, ακολουθώντας ευλαβικά τις παραπάνω σκέψεις του πατέρα του, όπως αναφέρει.
Η καταγραφή των θέσεων και απόψεων των συντελεστών και πρωταγωνιστών κοινωνικών πολιτικών και ιστορικών γεγονότων, για τις αποφάσεις τα λάθη και τις παραλείψεις τους, αποτελεί αναμφισβήτητα πολύτιμη βοήθεια, για την αμερόληπτη απόδοση της ιστορικής αλήθειας.
Κάθε καλόπιστος και εχέφρων πολίτης, ανεξάρτητα των ιδεολογικών και πολιτικών πεποιθήσεων του, ακόμη και ο ακραίος βασιλικός, που θα γίνει κοινωνός των βασιλικών αποκαλύψεων, θα διαπιστώσει ότι ο τ. βασιλιάς με τις αποκαλύψεις στο βιβλίο του:
Δεν μίλησε δυνατά και καθαρά για να τον ακούσουμε, γιατί αναφέρεται σε γεγονότα και καταστάσεις, των οποίων οι συντελεστές και οι πρωταγωνιστές, έχουν φύγει από τη ζωή και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η ακρίβεια και η αξιοπιστία τους.
– «Αν πρέπει να μιλήσεις και θέλεις να σε ακούσουν μίλα δυνατά και καθαρά.
– Αν πρέπει να μιλήσεις και θέλεις να σε δουν ορθώσου με ανάστημα.
– Αν πρέπει να μιλήσεις και θέλεις να σε θυμούνται σώπασε».
(sic)
– Δεν όρθωσε ανάστημα να τον δούμε, γιατί με τις φαιδρότητες, τις υπερβολές και τα κωμικοτραγικά που αναφέρει στις συναντήσεις και συνομιλίες του με διακεκριμένες ξένες προσωπικότητες αναδεικνύει εγωλατρία και όχι ανάστημα.
– Δεν σιώπησε να τον θυμόμαστε, γιατί με τις αποκαλύψεις του καπηλεύεται αδίστακτα την αδυναμία των νεκρών, που επικαλείται, να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν τις βασιλικές θέσεις και απόψεις, που ο τέως βασιλιάς με ιδιοτέλεια διαμορφώνει και προσαρμόζει στα πλαίσια των γνωστών ήδη εξελίξεων και συνεπειών των γεγονότων, τα οποία και μεροληπτικά αξιοποιεί.
Με τη δημοσιοποίηση των αφηγήσεών του ο τέως βασιλιάς:
– Αποκαλύπτει τις διαθέσεις του να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του πολιτικού κατεστημένου να διαχειριστεί την πολιτική κρίση, αλλά και τις προθέσεις του για ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, στα πλαίσια της μορφής του πολιτεύματος της χώρας και στο πρότυπο των συγγενών του της Βουλγαρίας.
– Αναδεικνύει σκωπτική διάθεση για τις πολιτικές προσωπικότητες της χώρας (Μαρκεζίνη, Στεφανόπουλο, Γ. Παπανδρέου κ.ά.), αλλά και την εγωπάθεια του, στους διαλόγους του, με ηγέτες και προσωπικότητες διεθνούς κύρους (Αϊζενχάουερ, Ντε-Γκωλ, Νάσερ, Μαντέλα, Κόφι Ανάν, Κάστρο κ.α.)
– Αφήνει απροκάλυπτα να διαφανεί η εμπάθεια και η οργή του για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στον οποίον αποδίδει βαρύτατους χαρακτηρισμούς (ευθυνόφοβος, αλαζόνας, φορτικός) και ξεκάθαρα δηλώνει: «…αν κοιτάξει κανείς ενδελεχώς πίσω στη σταδιοδρομία του Καραμανλή θα διαπιστώσει δυστυχώς ότι πάντοτε είχε δεσμούς με ανθρώπους της εξτρεμιστικής Δεξιάς» (sic).
– Εκθέτει απερίσκεπτα το κύρος του, ως τέως ανώτατος πολιτειακός παράγοντας και αναδεικνύει ακόμη μια φορά την ανευθυνότητα του.
Αλήθεια, για ποια ευθύνη και για ποια εκπλήρωσή της ομιλεί στην ακροτελεύτιο παράγραφο του προλόγου του ο τέως βασιλιάς;
Ο Συνταγματικός χάρτης της χώρας τον απήλλασσε κάθε ευθύνης, γιατί ως βασιλιάς συμβόλιζε την ενότητα του λαού και όχι την ισχύ της εξουσίας, που υπαινίσσεται το λογότυπο των βασιλικών θυρεών «ισχύς μου η αγάπη του λαού» που παραπλανητικά συσχετίζει την εξουσία, με την αγάπη του λαού. Αγάπη, που δεν επιβεβαιώνει ο βίος και η πολιτεία του θεσμού, με τις ωμές πολιτικές παρεμβάσεις των υπηρετών του θρόνου και τις επανειλημμένες εκθρονίσεις και επανορθώσεις των τέως βασιλέων. Σήμερα, το μόνο που δεν έχει ανάγκη η χώρα και ο λαός είναι η νεκρανάσταση όσων συνέβαλαν να φθάσουμε στην κατάσταση που βιώνουμε και στους οποίους φυσικά περιλαμβάνεται και ο τέως βασιλιάς.
Τα αποκαλυπτόμενα, πέραν των ανακριβειών, που επιβεβαιώνουν επιζώντες πολιτικοί, εκθέτουν, προσβάλλουν, διακωμωδούν και αμαυρώνουν αναγνωρισμένες ηγετικές προσωπικότητες Έλληνες και ξένους το κύρος των οποίων δεν θα επέτρεπε την συμμετοχή τους στους αποκαλυπτόμενους διαλόγους των φαντασιώσεων του τέως βασιλιά.
Είναι άξιο επισήμανσης ότι διακεκριμένοι υπηρέτες των ΜΜΕ, ως συγγραφικοί αρωγοί και έγκριτη εφημερίδα ως εκδότης, ενθάρρυναν και παρότρυναν, για καθαρά κυκλοφοριακούς λόγους, τον τ. βασιλιά στην δημοσιοποίηση φαιδρών αποκαλύψεων σε τρεις τόμους «μινιατούρες», που μάλιστα χαρακτηρίστηκαν κείμενα εξαιρετικού ιστορικού ενδιαφέροντος.
Ποιο όμως ιστορικό ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένα κείμενο αφηγήσεων όταν δεν υπάρχει δυνατότητα επιβεβαίωσης των αποκαλυπτομένων πέραν αυτού των παραμυθιών της Χαλιμάς;
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συντελεστής και πρωταγωνιστής των γεγονότων της εποχής εκείνης, όταν ρωτήθηκε στις 29-11-2015, από τους δημοσιογράφους για την πρόταση του τέως άνακτα στον Γεώργιο Παπανδρέου, να νομιμοποιήσουν το ΚΚΕ, εξέφρασε άμεσα την απόλυτη βεβαιότητα του ότι λόγω των πεποιθήσεων και των θέσεων έναντι του ΚΚΕ και των δύο συνομιλητών, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει μια τέτοια πρόταση από τον τ. βασιλιά.
Τα περιορισμένα όρια του άρθρου δεν επιτρέπουν αναφορά και σχολιασμό των «βασιλικών μαργαριταριών» με τις ανακρίβειες, τις υπερβολές τις εμπάθειες, αλλά και τις φαιδρότητες των βασιλικών οίκων, με τα κλειδώματα στις τουαλέτες και το χώσιμο των στραταρχικών ράβδων σε ακατάλληλο σημείο, που αποκαλύπτουν οι αφηγήσεις του τ. βασιλιά και χαρακτηρίστηκαν από τους συγγραφικούς αρωγούς ως πολύτιμο ιστορικό κείμενο.
Ασφαλώς και προκαλεί την έντονη αγανάκτηση των δημοκρατικών πολιτών, η αμφιβόλου σκοπιμότητας επίκληση του τ. βασιλιά, «περί πλήρους αυτόκλητης επιδοκιμασίας της βασιλείας ως τελευταία πολιτική παρακαταθήκη του Ελευθερίου Βενιζέλου»(sic), αλλά και οι εμπαθής χαρακτηρισμοί στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η επίκληση της επιδοκιμασίας της βασιλείας ως πολιτικής παρακαταθήκης του Ελ. Βενιζέλου, αναδεικνύει τις προθέσεις του για αναζήτηση πολιτικών στηριγμάτων του βασιλικού θεσμού και οι απρεπείς χαρακτηρισμοί στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την εκτόνωση της οργής του, λόγω των χειρισμών του δεύτερου ως πρωθυπουργού στη μεταπολιτευτική διαχείριση του βασιλικού θεσμού.
Οι αποκαλύψεις του τέως βασιλιά προκαλούν αναμφίβολα προβληματισμούς, σχόλια, αντιδράσεις, θέσεις και αντιθέσεις, από τις οποίες θα διαφανεί αν το περιεχόμενο τους θα αποτελέσει αξιόπιστο και αξιόλογο δομικό υλικό της ιστορικής μας μνήμης ή θα παραδοθεί στην ανακύκλωση, αφού στη χώρα μας η πυρά βιβλίων είναι καταδικαστέα.