Αλλοίμονό σου και αν τολμούσες τέτοιες μέρες να κατεβείς την οδό της 25ης Αυγούστου, την οδό Πλάνης, όπως συνήθιζαν να την αποκαλούν οι Καστρινοί.
Όλο και πιο έντονο αισθανόσουνα το αγριοβόρι να έρχεται κατά επάνω σου. Να σε διαπερνά και να σε παγώνει ολότελα. Κυρίως όταν έφθανες στην πλατεία των 18 Άγγλων και προχωρούσες προς την παραλία της Τρυπητής, αλλά και αντίθετα διερχόμενος την σημερινή λεωφόρο Σοφοκλή Βενιζέλου, κατευθυνόμενος προς τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, εκεί που σήμερα στεγάζεται το μαιευτήριο “Μητέρα”.
Αλλά και πιο αριστερά ακόμα βαδίζοντας την ακρομπεντενιά η οποία μας οδηγούσε στη γειτονιά των Νταμπακαργιών με την όχι και τόσο ευχάριστη λεβάντα τους, όπως θα μας έλεγε και ο Μανόλης Δερμιτζάκης, αφού τα βουρκόνερα από τα εργαστήρια δερμάτων άφηναν μια δυσάρεστη οσμή, κυρίως τους ζεστούς μήνες.
Μία απέραντη περιοχή εκτεθειμένη στο βοριά και φυσικά στο ανοικτό πέλαγος την οποία “έδερνε” στην κυριολεξία ο καστρινός χειμώνας. Ένας χειμώνας, που με τον δικό του μοναδικό τρόπο μας περιγράφει ο Γιάννης Μουρέλλος, σ’ ένα από τα πολλά του χρονογραφήματα:
“Εχειμώνιασε. Τρικυμία, αέρας και βροχή και χιόνι. Στο λιμάνι μας είναι κουρνιασμένα τα καΐκια σαν καταδιωγμένα πουλιά από ένα πανίσχυρο αετό που παραμονεύει όξω από τη φωλιά τους. Τα κύματα σπουν έξω στα βράχια και τα νερά φουσκώνουν μέσα στο λιμάνι. Τα καράβια δέρνουνται και οι αντένες τους τρίζουν.
Σφυρίζουν τα σχοινιά τους στον άγριο αέρα και οι κάβοι τους δεμένοι στη στεριά τεντώνονται με τρίξιμο που φέρει φόβο. Οι μικρές βαρκούλες πηδούν στα κύματα πάνω και οι μαούνες με βαριά κίνηση παρακολουθούν τα πηδήματά τους. Σε ένα σπίτι έχουν ανάψει φωτιά και ο καπνός απροσδόκητος στο υγρό περιβάλλον σκορπίζεται τρομαγμένος μόλις βγει ψηλά.
Ένα σκυλί, στο διπλανό καΐκι γαυγίζει τον αόρατο εχθρό και ορμά στην πλώρη σκύβοντας το κεφάλι προς τη στεργιά μ’ ανοιχτό στόμα που αφήνει τα σουβλερά δόντια του να φαίνονται κάτασπρα. Στο μώλο όποιος περνά τρέχει με σηκωμένο γιακά και με χωσμένα χέρια μες στις τσέπες του.
Η αναπνοή του είναι αχνός που λυώνει και χάνεται στον αέρα και το πρόσωπό του πάντα κόκκινο. Οι καφενέδες του λιμανιού είναι γεμάτες και τα τζάμια τους θαμπά απ’ τον αχνό.
Μπαίνουν σκυφτοί και βιαστικοί οι ναύτες των καϊκιών και αρχίζουν τις ατέλειωτες μακρές ιστορίες τους με τη γλυκάδα της απλότητας που είναι όλο χρώμα στις ωραίες ζωγραφιές που εκτελούν με την ακάτεχη μιλιά τους. Κάποιο ναυτόπουλο περνώντας το λιμάνι με τη μικρή βαρκούλα του τραγουδάει και η φωνή του αντιλαλεί μέσα στο τρικυμισμένο λιμάνι.
Κάποιος γέρος κάθεται κουλουριασμένος, αμίλητος και σκυφτός κάτω από την τέντα που είχε ξαπλωμένη πάνω από τη βάρκα του. Καπνίζει μία μακριά πίπα και ο καπνός του ξαπλώνεται στ’ άσπρα γένια του και στα θωλά του μάτια. Όλα γύρω χορεύουν τρομαγμένα στον ξαφνικό χειμώνα και όλη η πλάση αγριεύει με τα θωλά γυρογιάλια και τους άσπρους πελώριους αφρούς των κυμάτων.
Στο βάθος η Ντία, μαύρη κουκουλωμένη με γκρίζα σύννεφα και λίγο πιο πέρα το μπουρούνι της Ρογδιάς και αυτό ολοσκέπαστο με σύννεφα. Βρέχει χοντρές και γρήγορες σταλαματιές που πηδούν στη θάλασσα.
Μια άγρια μπόρα δέρνει τα πάντα και ο καραβόσκυλος έπαψε πια να γαυγίζει. Κάπου ίσως να έχει τρυπώσει φοβισμένος στης μπόρας την ορμή. Βαρύς και ατέλειωτος αυτός ο χειμώνας”.
Εικόνες γνώριμες, περιγραφές που με έχουν στιγματίσει. Δεν θα ξεχάσω από τα παιδικά μου χρόνια τις διηγήσεις και τις ιστορίες του μακαρίτη του πατέρα μου. Ναυτικός στο επάγγελμα “Δεν ξέραμε πότε να φάμε ή πότε να κοιμηθούμε, κουμάντο μας έκανε ο καιρός…” μου έλεγε συχνά.
“Θέλω να μάθεις γράμματα να ζήσεις πιο ξεκούραστα και πιο ανθρώπινα” ήταν τα λόγια του. Θυμάμαι να μου λέει για τα μανιασμένα κύματα, για το ορμητικό χιονόνερο, για την παγωμένη τραμουντάνα κατά τις ημέρες του χειμώνα, ειδικά σε κάποια δύσκολα περάσματα του Αιγαίου, στο “μπογάζι” όπως αποκαλούσαν οι παλιοί ναυτικοί, την θαλάσσια περιοχή που σχηματίζεται από την χερσόνησο της Μαγνησίας και από τα νησιά της Εύβοιας και των βορείων Σποράδων.
Δύσκολο πράγμα να παλέψεις τη χιονιά στη θάλασσα, μακριά από τους δικούς σου, την οικογένειά σου. Η ατέλειωτη παγωνιά και η μόνιμη υγρασία συνυφασμένα με τη δύσκολη δουλειά του κάθε ναυτικού, ήταν ικανές να στερήσουν ακόμα και τα όνειρά του. Αυτά της οικογενειακής θαλπωρής, της καμινάδας που τέτοιες μέρες ατέλειωτα καπνίζουν και της ζεστής σπιτικής γωνιάς, ολότελα την χαρά της εύκολης ζωής.