Ο Γεράσιμος, μικρόσωμο αδύνατο γεροντάκι, είναι παλιός  δάσκαλος, συνταξιούχος τώρα. Δασκαλάκο τον ονομάζουν οι γνωστοί του μεταξύ τους, όχι για την ασημαντότητά του, αλλά λόγω της σωματικής  μικρότητάς του. Γιατί  ο Γεράσιμος  ήτανε δάσκαλος  σοφός  και οι μαθητές του τον αγαπούσαν. Εκείνο το πρωί οδηγούσε το αυτοκίνητό του προσεκτικότατα, όπως συνήθως, ανεβαίνοντας τον ανήφορο. Ήτανε Κυριακή και πήγαινε μια βόλτα. Του άρεσε. Φαίνεται ότι στον δρόμο εκείνο, προς την εξοχή, τις καθημερινές γίνονταν έργα. Μπροστά του, αριστερά, ήταν σταθμευμένο ένα φορτηγό που έκλεινε την κάθοδο. Δεξιά σκαμμένη η άσφαλτος, χωματόδρομος. Ο Γεράσιμος ελάττωσε ταχύτητα. Πρόσεχε. Ήταν άνθρωπος της πειθαρχίας και της τάξεως. Η πινακίδα έλεγε «Προσοχή, έργα. Ταχύτητα 30».

Ξαφνικά είδε  να κατεβαίνει με φόρα από μακριά ένας  μπρατσωμένος  νεαρός  επάνω σε μια δίκυκλη δυνατή μηχανή και να χώνεται στην λωρίδα του, χωρίς να πολυλογαριάζει. Ο Γεράσιμος πάτησε φρένο, σταμάτησε στον χωματόδρομο τρομαγμένος, έβγαλε από το ανοιχτό παράθυρο λίγο το χέρι του και φώναξε με οργή.

– Πρόσεχε, αλητάμπουρα! Θα σκοτωθούμε…

Ο μπατσωμένος νεαρός, αριστοτέχνης στην οδήγηση, πέρασε ξυστά (μόλις  χωρούσε), φρέναρε σηκώνοντας σύννεφο σκόνη, σταμάτησε καμιά εικοσαριά μέτρα παρακάτω, κατέβηκε από την δυνατή μηχανή, έβγαλε την κάσκα του, την κρέμασε στο τιμόνι της μηχανής και προχώρησε απειλητικός  προς τον δασκαλάκο. Ο Γεράσιμος  σάστισε. Δεν ξεκίνησε να φύγει. Τον εμπόδισε και η σκόνη. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει  ήταν να πατήσει το κουμπί που ασφάλιζε την πόρτα, για να μην μπορεί ο νεαρός  να ανοίξει. Όταν ο νεαρός πλησίασε, ρώτησε εξαγριωμένος.

– Ποιον είπες αλητάμπουρα, ρε παππού; και δοκίμασε να ανοίξει.

Όταν είδε ότι η πόρτα δεν άνοιγε, την απασφάλισε πατώντας από μέσα το κουμπί. Φαίνεται ότι ήξερε καλά και από μηχανές και από αυτοκίνητα. Ύστερα έπιασε από τον λαιμό του πουκάμισου τον δασκαλάκο και τον έσυρε έξω σαν τσουβάλι. Κρατώντας τον όρθιο από τον λαιμό με το αριστερό του χέρι, άρχισε να τον χαστουκίζει και να τον γρονθοκοπεί. Η μόνη αντίδραση του δασκαλάκου, όσο γρονθοκοπούνταν, ήταν να σηκώσει τα χέρια κάπως ψηλά σαν σε στάση δεήσεως.  Τον έκανε τόπι στο ξύλο. Και ύστερα, με το αριστερό του χέρι,  τον έσπρωξε μέσα στο αυτοκίνητο, σαν τσουβάλι, και τον έριξε επάνω στο κάθισμα του οδηγού.

-Για να μάθεις να μη λες κακά λόγια…  του είπε.

Τι ασέβεια! Μετά από όλα αυτά ο φουκαράς ο Γεράσιμος  οδηγώντας με δυσκολία γύρισε στο σπίτι. Δεν συνέχισε την κυριακάτικη βόλτα. Με τα μάτια πρησμένα από τις γροθιές δεν έβλεπε καλά.

Όταν η γυναίκα του άνοιξε την πόρτα και τον αντίκρισε έτσι μπροστά της,  με μελανιασμένα μάτια και με πηγμένα αίματα κάτω από τα ρουθούνια,κατατρόμαξε και άρχισε να φωνάζει.

– Παναγία μου! Τι έπαθες; Τράκαρες;
-Σταμάτα τις φωνές! Ένας αυθάδης νεαρός με γρονθοκόπησε…
– Πώς; Γιατί; Πώς τον λένε; Να πάρω την αστυνομία…
– Είπα σταμάτα τις φωνές. Μη με ζαλίζεις κι εσύ. Και άσε την αστυνομία.

Εκείνη όμως, παρά τις αντιρρήσεις του συζύγου της, τηλεφώνησε στους δυο γιους της, στην αδερφή της, στον ανεψιό της… Ένα τσούρμο μαζεύτηκαν στο σπίτι. Και όλοι τον ρωτούσαν.

– Πού; Πώς; Γιατί; Ποιος ήταν…;  Ήταν ψηλός; Ήταν κοντός; Ήταν ξανθός;  Ήταν μελαχρινός; Ήταν χοντρός; Ήταν αδύνατος; Τι φορούσε;

Ο φουκαράς ο δασκαλάκος δεν θυμόταν τίποτε  να τους πει. Η μόνη πληροφορία που μπορούσε να τους δώσει και που συνεχώς ψελλίζοντας  ζαλισμένος την επαναλάμβανε, ήταν.

– Ήτανε μπρατσωμένος. Καμιά δεκαεννιά χρονών…

Τίποτε άλλο δεν θυμόταν.

Εκείνο όμως που ο Γεράσιμος τελικά διδάχτηκε από το γεγονός αυτό ήταν ότι ο αδύνατος, και δίκιο να έχει, δεν πρέπει να διαμαρτύρεται υπερβολικά, γιατί θα τις φάει. Αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους και για τα κράτη.