Στη μνήμη του Μάρκου, αφιέρωμα αγάπης.
[…]
Είχα γνωρίσει τον Μάρκο όταν πήγαινα στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Εκείνος, αν και μεγαλύτερος, έκανε παρέα με μας τους πιτσιρικάδες στο Δημοτικό Ηρώον της πόλης.
Ένα ψηλό κτήριο στο κέντρο της πόλης, με τα ιερά μινωικά κέρατα στην πρόσοψη, τη βαριά ξύλινη πόρτα πάντα κλειστή και με ίχνη ξεθωριασμένων μινωικών χρωμάτων, κεραμιδί και μπλε, ακόμα στους εξωτερικούς τοίχους του.
Είχε φτιαχτεί τη δεκαετία του τριάντα και στέγασε αντικείμενα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, φωτογραφίες αγωνιστών και λάβαρα, όπλα της εποχής.
Όμως, την περίοδο της Κατοχής τα αντικείμενα του Ηρώου λεηλατήθηκαν από ντόπιους και Γερμανούς, παρέμενε, έκτοτε, κλειστό, άγνωστο πώς, μάλιστα, πουλήθηκε και οι νέοι ιδιοκτήτες επιχειρούσαν να το κατεδαφίσουν για να κτίσουν πολυκατοικία.
Στην πρόσοψη του Ηρώου υπήρχε ένα πλατύσκαλο με δυο σκάλες, μία από αριστερά και μία από δεξιά, που οδηγούσαν από το πλατύσκαλο στην είσοδο του κτηρίου.
Ο χώρος ήταν ιδεώδης για μας τους πιτσιρίκους, οπλισμένους με ξύλινα σπαθιά να υποδυόμαστε τους ιππότες και να παίζουμε ξιφομαχία, στις σκάλες και το πλατύσκαλο, που φάνταζαν μέσα μας σαν μεσαιωνικός πύργος ιπποτών.
Ο Μάρκος ήταν ένα κράμα πραγματικού και μεταμοντέρνου ιππότη, φορούσε καπέλο αξιωματικού της αεροπορίας, αμπέχονο του Πεζικού και ήταν φορτωμένος στο στήθος με τσίγκινα παράσημα.
Το παντελόνι ήταν μπλε, της Φιλαρμονικής του Δήμου, με δυο σιρίτια κόκκινα στο πλάι σε κάθε μπατζάκι του. Φορούσε γραβάτα χακί και στη μέση του, σε δερμάτινη ζώνη, κρεμόταν ένα πλαστικό, παιδικό σπαθί, όμοιο με των ιπποτών του Μεσαίωνα, πιθανόν αξιωματικού της αεροπορίας.
Για το σπαθί των ιπποτών ζηλεύαμε όλοι οι σπόροι της παρέας τον Μάρκο, μια και τα δικά μας ήταν μικρότερου μεγέθους και ξύλινα.
Για άλλα δυο ζηλεύαμε τον Μάρκο, το σπαθί του ήταν γυαλιστερό και μας νικούσε στην ξιφομαχία.
Μετά από κάθε νίκη του, όρθιος και καμαρωτός, αποχωρούσε με ένα βολάν αυτοκινήτου στα χέρια, μαρσάροντας, φρενάροντας και βάζοντας συναγερμό, πατώντας το κλάξον του υποτιθέμενου οχήματος, που νομίζαμε, νόμιζα μόνο εγώ ότι τον έβλεπα μέσα στο αόρατο όχημα επιβατικού αυτοκινήτου, να αποχωρεί σπινάροντας.
Τώρα, στην κλινική, ο Μάρκος ήταν πλέον γέροντας, δίχως το ξίφος και το βολάν, διατηρούσε, όμως, εκείνο το ευσταλές παράστημά του, με το δολιχοδρομικό, μακρόστενο κεφάλι. Τις πρώτες μέρες των συναντήσεών μας, στην αίθουσα επισκέψεων, απέφευγε να μου μιλήσει. Το στόμα του παρέμενε ερμητικά κλειστό.
Την τρίτη μέρα τον ρώτησα, δήθεν αδιάφορα, «Μάρκο, πονάς πουθενά;». Υπέφερε ο Μάρκος, μα δεν ήθελε να το ομολογήσει και αυτό το έβρισκα υπέροχο, όπως τότε που κάναμε ξιφομαχία στο Ηρώον της πόλης. Θέλησα να τον καλοπιάσω, «ρε Μάρκο, για σένα οι παλιοί της παρέας του Ηρώου δεν ξέρουμε τίποτα ούτε την ιστορία σου. Ναι, σε θυμόμαστε εκεί στο Μεϊντάνι τα επόμενα χρόνια, στη θέση του τροχονόμου, με τη σφυρίχτρα και το στραγάλι της, να σφυρίζεις στους πεζούς, να σφυρίζει η σφυρίχτρα, φρρρ, φρρρ, στους εποχούμενους των τροχοφόρων, ταξιτζήδες, γιωταχήδες, φορτηγατζήδες, μηχανόβιους».
Ο Μάρκος δεν ήταν σε θέση να μου μιλήσει ούτε να μου δώσει τίποτα νεώτερό του, «έχω μόνο το καθρεπτάκι μου», μου είπε, χωρίς να μου το δείξει. Δεν έβγαλε, όμως, άλλη λέξη από το στόμα του. «Θυμήσου, Μάρκο, ήσουν άσσος στην ξιφομαχία», δεν ήξερα πώς να αρχίσω, έπρεπε να φτιάξω μια ιστορία. «Ήταν, του έλεγα, ένα ταξίδι, με τη βαλίτσα στα χέρια βρεθήκαμε στην Πόλη. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο στην πλατεία Ταξίμι, περάσαμε το Πέραν και βρεθήκαμε στο χάος και την αταξία.
Πωλητές μας πουλούσαν αργιλέδες, μπακιρένιους τεντσερέδες, μπρίκια, παστρουμάδες, γκαζιέρες, φιάλες υγραερίου, τουρσί, πάστες γενεθλίων, Ιζμίρ κεμπάπ, μπακλαβάδες, μας έβαζαν κανέλα και μπαχάρια στη μύτη, τα τροχοφόρα και οι χαμάληδες μας έσπρωχναν και πηγαίναμε δεκάδες μέτρα χωρίς να πατάμε στην άσφαλτο, Κούρδοι και Πακιστανοί μας ανάγγελναν στα μεγάφωνα των σταθμών, εσύ με το σπαθί στο χέρι μου άνοιγες δρόμο, ήσουν ο Ιωάννης Τσιμισκής κι εγώ ο Νικηφόρος Φωκάς, μου φώναζες «ακολούθα μου, πιστέ στρατηγέ μου, στον κοινό κοιτώνα του Ιερού Παλατίου να ελευθερώσουμε την Πόλη» όλοι χειροκροτούσαν, οι ευνούχοι του Σουλτάνου, ζήτω ο νέος αυτοκράτορας, μπροστά-μπροστά η Ειρήνη η Αθηναία ντυμένη στα χρυσά, στα μετάξια και το αδαμαντοστόλιστο στέμμα στο κεφάλι, περιτριγυρισμένη από ιερές παλλακίδες και χανούμισσες, να περιμένει στη στάση του ταξί για την Αθήνα, μέσω Θεσσαλονίκης. […]
Στην ιστορία μου έλειπαν τεμάχια από το επιτραπέζιο πάζλ, έπρεπε να τελειώσω την ιστορία, να έχει happy end, να ευχαριστηθεί ο Μάρκος, είχα αρχίσει κι εγώ να πιστεύω την ιστορία μου, να ακούω το βουητό της μηχανής των ταξί, το ζήτω, ζήτω ο Μάρκος και ο πιστός Στρατηγός του, έσωσαν τη Βασίλισσα, έσωσαν πόλιν και λαόν, είδα να λάμπει το πρόσωπο του Μάρκου, να χαμογελά μέχρι τα μαλλιαρά του αυτιά, να βγάζει το καπέλο της αεροπορίας πάνω σε θριαμβική ασπίδα, υποβασταζόμενη από αρματωλούς του Αλή Πασά, τον Μπότσαρη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Καραϊσκάκη, να υποκλίνεται στο αλαλάζον πλήθος και να αντιφωνεί «ζήτω μου, του Μάρκου του Ελευθερωτή», ενώ η μουσική προερχόταν από το πανταλόνι του, της μπάντας του Δήμου μας. Ταμ, ταμ, ταραράμ, ταμ, ταμ, ταραράμ, από το τρανζιστοράκι της τσέπης του πανταλονιού του.
Το πλήθος δοξολογούσε και ο Μάρκος άνοιγε σαν κρις-κραφτ το πέλαγος της Ερυθράς Θαλάσσης. Και τότε ο Μάρκος, με ύφος αυτοκρατορικό, αποσύρθηκε στο ατομικό δωμάτιό του, στην κλινική του νοσοκομείου.
Ήταν εκ νέου ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, ο άρχοντας στο Μεϊντάνι της πόλης μας, να ρυθμίζει τα τροχοφόρα με τη σφυρίχτρα και το στραγάλι που είχε φυτρώσει στο εσωτερικό της, ακούγαμε τους ήχους από τα πέταλα των αλόγων των εγγυητών Ναυάρχων των Μεγάλων Δυνάμεων στο πλακόστρωτο της ιστορίας, και ο Μάρκος με τη σφυρίχτρα του, φρρρ, φρρρ, να σφυρίζει ρυθμικά «έξω οι βάσεις του θανάτου, δεν περνούν τα τροχοφόρα σας, δεν, δεν, δεν περνά ο αλκοολισμός, ζήτω η τρέλα, φέρτε τα άλογα στον ιππόδρομο, ας ηχήσουν οι εναρκτήριες σάλπιγγες του αγώνα».
[…]
(Απόσπασμα από το διήγημα “Βαλς με την αόρατη ντάμα” της συλλογής διηγημάτων του Αντώνη Σανουδάκη, Πατίνι με αυτόματο πιλότο, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2015).