Για έναν περίεργο λόγο, ετούτες οι εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο του Ιουνίου πολιτικοποιήθηκαν. Πολλοί τις συνέδεσαν κατά καιρούς και με τις επόμενες ή τις προηγούμενες πολιτικές αναμετρήσεις, από δημοσκοπικής πλευράς πάντοτε. Αλλά εδώ, φυσικά, υπάρχει μια αξιοσημείωτη διαπίστωση. Το πολιτικό κόμμα της ΝΔ κατάφερε μια πρωτοφανή, συντριπτική νίκη στις εθνικές εκλογές του προηγούμενου χρόνου, ενώ αντίθετα στο χώρο της αντιπολίτευσης δρομολογήθηκε και υφίσταται σχεδόν πλήρης κατάρρευση και κατακερματισμός όσων γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια.

Η αξιωματική αντιπολίτευση άλλαξε τον ιστορικό του αρχηγό, τον συγκεκριμένο που την οδήγησε σε εκείνες τις περήφανες νίκες και στη συνέχεια διασπάστηκε με τη φυγή γνωστών στελεχών του τα οποία ήδη σχημάτισαν νέο πολιτικό κόμμα, ενώ στο άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ, ο αρχηγός του αποφάσισε, κατά τα φαινόμενα, να εγκαταλείψει την αποτυχημένη αντιπολιτευτική τακτική του που βασιζόταν σε υποκλοπές και προσωπικές παρακολουθήσεις και να αφοσιωθεί στην ουσία της εκλογικής αναμέτρησης ώστε να αλλάξει τα δυσμενή, τόσο για τον εαυτόν του όσο και για το κόμμα του, δημοσκοπικά ευρήματα και διαπιστώσεις.

Όπως συνοψίζεται σήμερα η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας, αυτή παρουσιάζει τα εξής αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά και διαπιστώσεις. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας ήδη πέντε χρόνια και λογικό είναι να έχει υποστεί κάποιου βαθμού δημοσκοπική καθίζηση από κάποια θέματα ταμπού, έως τότε, που προτίμησε να ανοίξει η ίδια και για διάφορους κάθε φορά λόγους. Τα κόμματα της κατακερματισμένης αντιπολίτευσης αναζητούν εναγωνίως τρόπους επικράτησης και επιτυχείς βηματισμούς στο καινούργιο σκηνικό που ανοίγεται μπροστά τους. Γιατί είναι τεκμηριωμένο ότι οι ευρωεκλογές εννοούν πάντα μια μορφή χαλαρής ψήφου και όχι την στενά κομματική προτίμηση των ψηφοφόρων.

Σε αυτό το πλαίσιο ανάγεται και μια περίεργη παράμετρος, η οποία οφείλει να ληφθεί υπ’ όψιν όλων των ενδιαφερομένων πολιτών και φυσικά πολιτικών. Σύμφωνα μάλιστα με γενόμενες αναλύσεις και έρευνες, το ποσοστό των πολιτών που θα φτάσουν μέχρι την κάλπη σε λίγες εβδομάδες, θα είναι το πιθανότερο μικρότερο της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης και δεν είναι σίγουρο ποιον συγκεκριμένα πολιτικό σχηματισμό θα ευνοήσει αυτή η αποχή από την εκλογική διαδικασία.

Ο πυρήνας της συζήτησης πάντως περιστρέφεται στο ερώτημα αν και κατά πόσο θα καταφέρει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να λάβει ένα ποσοστό παρεμφερές και πλησίον εκείνου που είχε λάβει το 2019, και από την άλλη μεριά να διατηρήσει σχετικά αλώβητη τη διαφορά από το δεύτερο κόμμα, σε ικανά ποσοστά, ώστε να μην της εγείρει την επαύριον των ευρωεκλογών δριμείες αντιπολιτευτικές επιθέσεις ζητώντας πλέον με επιτακτικό τόνο εθνικές εκλογές.

Όλα αυτά με δεδομένο ότι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα αναμφίβολα θα βιώσει κάποιες διαρροές, κυρίως προς το κόμμα της Ελληνικής Λύσης. Παράλληλα, φέτος, καίριο αναφύεται και το ερώτημα ποιο είναι το κόμμα που θα έρθει δεύτερο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ για την ώρα φαίνεται να διεκδικεί με πολλές πιθανότητες αυτή τη θέση απέναντι στο ΠΑΣΟΚ που μάλλον δεν έχει βρει τον πετυχημένο του βηματισμό με άγνωστη την περαιτέρω πορεία του.

Κι αυτό γιατί το τρίτο κόμμα στις προτιμήσεις των εκλογέων θα εισέλθει σε έναν φαύλο κύκλο εσωστρέφειας και πιθανών δραματικών αλλαγών και ραγδαίων εξελίξεων όσον αφορά την ηγεσία του. Αλλά η κάλπη όπως πάντα έχει τον τελευταίο λόγο και εδώ!