Χαράματα κατέβηκα και πάλι στο κέντρο της πόλης…Να δω το στολισμό των Αποκριών…Παραμονή Τσικνοπέμπτης αλλά τίποτα!Τέτοια ώρα μόνο τα μεγάλα οχήματα του Δήμου έπλεναν τους δρόμους…
Ακόμα σκέφτηκα…ίσως πιο μετά!
Κι εκεί στα Λιοντάρια άκρη άκρη στο σιντριβάνι είδα δυο τρεις κορδέλες, τις σερπαντίνες εννοώ, να έχουν πλεχτεί σαν κουβάρι των παραμυθιών…
Χαμογέλασα πλατιά, θυμήθηκα εκείνη την Κατακόκκινη νεράιδα!
Κι ύστερα άκουσα βοή μεγάλη, φωνές, γέλια και τραγούδια. Με την άκρη του ματιού μου είδα σε μια μικρή λακκούβα με νερό, σαν αντιφέγγισμα, μασκαράδες, κόσμος να πηγαίνει πάνω κάτω με προσωπεία και ρούχα παράξενα…
Θυμήθηκα πως ήμασταν ήδη στην περίοδο γιορτών εκείνα τα χρόνια που στον τόπο μου ήταν οι Ενετοί. Τότε μάλιστα το Καρναβάλι ξεκινούσε από την επομένη των Θεοφανίων. Πλησίασα έναν μασκαρά που δεν είχε καλύψει το πρόσωπό του αλλά φορούσε ρούχα αρχοντικά. Τον γνώρισα αμέσως. Ο Τζουάνες Παπαδόπουλος ήταν. Κρατούσε κοντυλοφόρο και ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί και σημείωνε με μανία όσα έβλεπε και χαμογελούσε συνέχεια.
Πλησίασα, φόρεσα τα γυαλιά μου και χωρίς καλά καλά με καταλάβει κοίταξα τα γραπτά του. Έγραφε για το Χάνδακα και τα γινούμενα των ημερών.
Πως, λέει, οι κάτοικοί του μεταμφιέζονταν και διασκέδαζαν με μουσικές και με κάθε είδους μουσικό όργανο. Οι συγγενείς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για μια ολόκληρη εβδομάδα και πάντα σαν να ήταν κομπανία. Τις τελευταίες μέρες των Αποκριών επισκέπτονταν τους πιο εύπορους και η οικογένεια φρόντιζε να στέλνει ένα σωρό φαγητά και κρέατα στο σπίτι του οικοδεσπότη. Ό,τι βρισκόταν στα κτήματά τους, αρνιά, κότες, καπόνια, κυνήγι. Η συνήθεια ήθελε να μην στέλνουν ψωμί και κρασί, ποτέ.
Έγραφε για τις τόσο πολλές κωμωδίες που παίζονταν όλη τη διάρκεια του Καρναβαλιού και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα.
Για τα προσωπεία, τα κουστούμια και τις μάσκες που ήταν στην καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, εκτός από τις γυναίκες που δεν επιτρεπόταν να μεταμφιεστούν, ούτε καν οι πόρνες. Αν κάποια γυναίκα το έκανε κρυφά και φορούσε προσωπείο ή μάσκα, τότε ο εξομολογητής της τής απαγόρευε να πάει στην εκκλησία για σαράντα ημέρες. Ούτε οι κληρικοί επιτρεπόταν να συμμετέχουν σε καμιά εκδήλωση καρναβαλιού.
Λίγο πιο κάτω σαν σημείωση ανάφερε την πολύτιμη γραφή με την απόφαση του αρχιεπισκόπου Κρήτης Pietro Lando τον Φεβρουάριο του 1652 και 1653 που απαγόρευε στους κληρικούς να φορούν ή να κατασκευάζουν μάσκες κατά την περίοδο αυτή ή να φορούν κοσμικά ενδύματα. Οι παραβάτες έπρεπε να πληρώσουν πρόστιμο που έφτανε τα τρία υπέρπυρα. Κι ήταν πολλοί οι παραβάτες, ειδικά τα χρόνια του Κρητικού Πολέμου και κάποιοι κληρικοί πιάνονταν να φορούν προσωπεία ή να χορεύουν κρυφά μορέσκα*, γινόταν έκπτωση από την ιεροσύνη τους, και στερούνταν τα εισοδήματά τους με μεγάλα χρηματικά πρόστιμα και σωματικές ποινές.Ένα χαρτί του ΄πέσε, όσο έγραφε, κι έσκυψα να το πιάσω και δεν πίστευα στα μάτια μου. Έγραφε για εκείνον τον περίφημο νερατζοπόλεμο την πιο αγαπημένη διασκέδαση των κατοίκων του Χάνδακα. Αυτή ήταν η βουή που άκουγα πιο πριν. Είχε ήδη αρχίσει το «νταβαντούρι» και η πλατεία είχε γεμίσει νεράντζια και λεμόνια και χρώματα και μυρωδιές της Άνοιξης. Δεξιά και ζερβά κουνούσα το κεφάλι και το σώμα προσπαθώντας να αποφύγω τις βολές των ανθρώπων που σαν τρελαμένοι πετούσαν νεράντζια σε όλους.
Είχαν μάλιστα καταφέρει να ρίξουν τη μάσκα σε δυο τρεις και όλοι έβλεπαν ποιος ήταν ο μεταμφιεσμένος. Έγραφε ο Τζουάνες στις σημειώσεις τους πως κάποτε γίνονταν και σοβαροί τραυματισμοί όπως τότε που είχε γίνει απαγόρευση του εθίμου με διάταγμα της 28ης Δεκεμβρίου του 1566 με επιβολή προστίμου 25 υπερπύρων στους παραβάτες. Και μερικά χρόνια αργότερα στα 1575 με την οριστική παύση του νερατζοπόλεμου ή λεμονοπόλεμου οι ποινές έγιναν ακόμα πιο βαριές.
Κανείς δεν ήθελε από τους κατοίκους να σταματήσει το έθιμο κι αυτό φαίνεται με τις ποινές και τις απαγορεύσεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια ίσαμε και τα 1609. Το τελευταίο διάταγμα της 17ης Ιανουαρίου του 1609 έλεγε πως όσοι εξακολουθούσαν να πετούν λεμόνια ή νεράντζια σε δημόσιους χώρους, δρόμους και πλατείες θα είχαν να αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης, εξορίας, γαλέρα ή ό,τι άλλο θα έκριναν οι αρχές της πόλης. Το αξιοσημείωτο ήταν πως όποιος «πρόδιδε» τους παραβάτες θα έπαιρνε σαν αμοιβή 25 τσεκίνια από την περιουσία τους.Πολύ σοβαρές ποινές αποδίδονταν σε όσους μεταμφιεσμένους οπλοφορούσαν ή έβρισκαν ευκαιρία κρυμμένοι πίσω από μάσκες να υβρίζουν και να προσβάλλουν δημόσια άλλα πρόσωπα. Οι ποινές είχαν να κάνουν με την απαγόρευση χρήσης όπλων και την κατάσχεση της ενδυμασίας που φορούσαν. Το πρόστιμο έφτανε ίσαμε τα 50 υπέρπυρα και φυλάκιση για έναν ολόκληρο μήνα.
Κατάφερα να πάρω το ποδήλατο και με δυσκολία να περάσω από τόνους νεραντζιών και λεμονιών που συσσωρεύονταν παντού, πατημένα και με ζουμιά να τρέχουν σαν μεγάλα ρυάκια και από παντού. Σκεφτόμουνα τους καημένους τους ανθρώπους του Δήμου πόσο πολλή δουλειά τούς περίμενε ακόμα…
Λίγο πιο κάτω, προχωρώντας προς την Λότζια, θυμήθηκα κι άλλα έθιμα και γραφές:
Η Τσικνοπέμπτη στον Ενετοκρατούμενο Χάνδακα είχε τις ρίζες της στην ίδια την πόλη της Βενετίας. Έθιμο παλιό που ξεκινούσε στα 1162, όταν ο Δόγης Βιτάλε Μιχαήλ Β’ που νίκησε τον πατριάρχη της Ακυληίας, Ουλρίκο, και ο δεύτερος έπρεπε κάθε χρόνο να στέλνει στον Δόγη έναν ταύρο και 12 γουρούνια για να σφαγούν την Ημέρα της Τσικνοπέμπτης (Giovedi Grasso) στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Στον Χάνδακα αντίστοιχο έθιμο ήθελε στον εορτασμό της Τσικνοπέμπτης να σφαγιάζεται ένας ταύρος και 3 γουρούνια που ήταν πρόσφορα του Castello της Πεδιάδας.
Η τελετή γινόταν σε κεντρική πλατεία του Χάνδακα κάτω από μια τέντα που στηνόταν για τη συγκεκριμένη τελετουργία, με πασσάλους και πανιά από γαλέρες. Ο Δούκας ήταν υποχρεωμένος να παραθέσει στη συνέχεια γεύμα σε όλους τους εκπροσώπους των ενετικών αρχών. Στη συνέχεια όλοι μαζί από το μπαλκόνι της μεγάλης αίθουσας του Δούκικου Ανακτόρου που έβλεπε στην πλατεία παρακολουθούσαν τη μεγάλη τελετή.
Γράφει η Ασπασία Παπαδάκη σε έρευνά της: «Στην αρχή της μεγάλης γιορτής οι Piffari (μουσικοί κατά τον 16ο αιώνα) έπαιζαν μουσική και οι Bombrdieri παρατάσσονταν και παρήλαυναν στην πλατεία, κρατώντας σάλπιγγες και ρίχνοντας πυροτεχνήματα. Επίσης, τοποθετούσαν στα κέρατα του ταύρου δύο ρουκέτες και αν έβρισκαν κάποιο σκυλί, το εξαπέλυαν εναντίον του ταύρου για να τον εξαγριώσουν και να κάνουν πιο θεματική την τελετή.
Κατόπιν, ακολουθούσε η σφαγή του ταύρου και των γουρουνιών. Ο σφαγέας έκοβε το κεφάλι του ταύρου και μοίραζε το ζώο σε τέσσερα κομμάτια, από τα οποία ο ίδιος έπαιρνε ως φιλοδώρημα το ένα τέταρτο από το μπροστινό μέρος.
Ο Δούκας έπαιρνε το ένα τέταρτο από το πίσω μέρος του ζώου το ίδιο και οι γαστάλδοι. Στον λοχία προσφερόταν το υπόλοιπο τέταρτο από το μπροστινό μέρος και στον Capitano Grande αναλογούσε το κεφάλι και η κοιλιά ενώ στον Cavaliere του Δούκα το δέρμα και τα πόδια. Έπειτα έδιναν το ένα από τα σφαχτά στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου, το άλλο στο μοναστήρι του Σωτήρα και το τρίτο στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη…».
Τέλος, καθόλη τη διάρκεια του Καρναβαλιού στην Κρήτη οργανώνονταν γκιόστρες, δηλαδή κονταροκτυπήματα. Είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν σε αυτές οι Βενετοκρητικοί ευγενείς και αξιωματούχοι του ιταλικού στρατού και παρακολουθούνταν από πλήθος κόσμου. Τα είδη της γκιόστρας ήταν πολλά και διεξάγονταν σε ανοιχτούς χώρους ή με έναν ξύλινο φράκτη ανάμεσα στους αντιπάλους. Γίνονταν με διπλό όφελος που ήταν από τη μια η διασκέδαση του κόσμου και από την άλλη η εξάσκηση στρατού ή ιππικού. Με τα χρόνια, οι γκιόστρες απέκτησαν πιο πολύ θεατρικό χαρακτήρα. Η πιο γνωστή γκιόστρα, περιγράφεται από τον Ανδρέα Κορνάρο στα 1588…Πήρα το ποδήλατό μου και κατηφόρισα την μοναδική Ruga Maistra της πόλης μας… Έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή κι ανοίγοντάς τα όλα είχαν χαθεί.
Φτάνοντας στο λιμάνι να καλημερίσω το Κάστρο μας ήρθα ξανά στο σήμερα!
Καλή Τσικνοπέμπτη!
Ίσαμε την επόμενη φορά…
*Μορέσκα: παλαιός, λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο.
ΠΗΓΕΣ:
Ασπασία Βασιλάκη, Όψεις της ζωής του βενετοκρατούμενου Χάνδακα.
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις 2022
Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον Καιρό της Σχόλης, εκδ. ΠΕΚ