Όταν κατέφτασε το πρώτο πρώτο αυτοκίνητο στο χωριό, ο παππούς μου το κοίταξε με μεγάλη δυσπιστία:
– Ανάθεμα στον δρόμο που δεν έχει καβαλίνες!

Από το 1965 και μετά άρχισαν να λιγαίνουν οι καβαλίνες στους δρόμους της Κρήτης. Ο όρχος των γαϊδουριών (με τέσσερα πόδια) στο παζάρι των Μοιρών άρχισε να χάνει τη συνηθισμένη του πελατεία τα Σάββατα. Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν τα σκαφτικά με τις χαρακτηριστικές τους καρότσες. Το 1970 είχε πλημμυρίσει η Κρήτη και οι γάιδαροι (με τέσσερα πόδια) κατάντησαν είδος προς εξαφάνιση. Οι Μινώταυροι, οι Ρεγγίνες, οι Ροτάχ, οι Ζακς, οι Χάκο και οι Κάντια γέμισαν τους δρόμους. Η πρώτη όμως σκαπτική που ήρθε στο χωριό μου ήταν η Αγκρια. Οταν την είδε ο Χαρίλαος να σκάφτει αμπέλι δέκα εργατών μονημερίς, φιλοσόφησε:

– Ε που…να Ευρώπη…
Οι αρχές λοιπόν αποφάσισαν το 1970 να υποχρεώσουν τους αγρότες να βγάλουν διπλώματα οδήγησης. Τους εξέταζαν στα σήματα στο Μηχανολογικό του Ηρακλείου:

– Ποιο σήμα πρωτοσυναντάς κύριε όταν μπαίνεις στο χωριό σου;

– Ζήτω η 21η Απριλίου!

– Αυτό εδώ τι σήμα είναι;

– Ανοιχτή στροφή.

– Λάθος, είναι ολισθηρόν οδόστρωμα!

– Ε, ντα μπελί ήταν εκείνο.

– Να πας να μάθεις τα σήματα και να ξανάρθεις.

– Ε, κι αυτό κουμπάρε μπελί ήτανε…

Μετά το σκαπτικό με την καρότσα ήρθε το DATSUN το αγροτικό και κατόπιν τα θηριώδη 4Χ4. Είχαμε γίνει πια για τα καλά αυτοκινούμενοι.
Ένας Μεσαρίτης είχε παραγγείλει ένα κατακαινούργιο ΤΟΥΟΤΑ. Του κάναμε και δύο τρία μαθήματα στο χωριό γύρω γύρω από την πλατεία και έμπειρος οδηγός πια πήγε στο Ηράκλειο και το παράλαβε. Στη Χανιώπορτα συναντά έναν κοντοχωριανό του:

– Θα με πάρεις κουμπάρε στη Μεσαρά;

– Έμπα κουμπάρε.
Μέχρι την Αγία Βαρβάρα, καλά πηγαίνανε. Στις κατηφόρες όμως των Ανεγύρων, μετά τα Μούλια, το αμάξι άρχισε να αναπτύσσει δαιμονισμένη ταχύτητα. Κόντευε να απογειωθεί

– Κουμπάρε, στέσε το αμάξι σου να κατεβώ.

– Αν εκάτεχα να το σταματήσω , ήθελα κατεβώ κι εγώ κουμπάρε.

Τώρα γίνονται συσκέψεις για τα τροχαία και ψάχνουν να βρουν τις αιτίες. Οι μισοί περίπου οδηγοί είναι χωρίς δίπλωμα και από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι οδηγούμε σουρωμένοι, πίτα στη μεθιά. Τώρα γιατί σκοτωνόμαστε ο Θεός το ξέρει. Η κακή ώρα…

– Σήφη ήβγαλες μωρέ δίπλωμα;

– Ε, ντα δε πολυκυκλοφορώ. Τρεις φορές πάω στη λαϊκή στο Ηράκλειο την εβδομάδα.

– Και δε σε γράψανε.

Πέντε χρόνια πάω, δεν έτυχε. Οπροχθές μας έστεσε ένας χοντρός – χοντρός χωροφύλακας, μα του φύγαμε.

– Θα σου πήρε τον αρθιμό!

– Ντα δεν έχω. Ευτυχώς που επρόλαβα γιατί θα μου τρώγανε τη θέση στη λαϊκή.

– Ο Νικολής ήδηρε ένα τροχονόμο με την κατσούνα. Επήγε και τον έστεσε την ώρα που έφτανε στο γάμο.

– Εδά μωρέ ηύρες την ώρα;

Σ’ ένα χωριό στα Αστερούσια, χρόνια πριν, ένας εκατάλυσε ένα ΤΟΥΟΤΑ χωρίς να κάμει ούτε μια παράβαση. Το μόνο που δεν είχε ήταν οι πινακίδες (πραγματικό περιστατικό).
Ολο το πρόβλημα είναι οι δρόμοι μας. Είναι στενοί και όλο στροφές. Η λύση είναι να τους πλατύνουν 10-20 μέτρα και να τους κάνουν ίσιους. Σε κάθε δέκα μέτρα πρέπει να κάμουν ένα σομαράκι να ξυπνούμε και να κόβουμε ταχύτητα.

Για τη σημερινή κατάσταση φταίνε οι κυβερνήσεις….