Έχουν περάσει 571 χρόνια από την τραγικότερη στιγμή της ιστορίας του ελληνισμού την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, την «αποφράδα ημέρα» άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που υπήρχε μόνο κατά το όνομα την παραμονή της άλωσής της, αφού ήταν περιορισμένη στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και άλλες μικρές περιοχές, όπως ήταν το Δεσποτάτο του Μυστρά της Πελοποννήσου.
Επιχειρώντας ένα ιστορικό ταξίδι στον χρόνο, ακολουθώντας τα «σημάδια» που έχει καταγράψει η ψύχραιμη και αντικειμενική εικόνα των επιστημόνων και των ερευνητών της χιλιόχρονης ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορία, μπορεί να μας οδηγήσει σε ορθά συμπεράσματα για τα αίτια της παρακμής και της άλωσής της.
Ο Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας στο κλασικό του έργο για την ιστορία της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας έχει γράψει την άποψή του για την άλωση. «Τελικά στις 29 Μαΐου 1453 η Δύση είδε να εκπληρώνεται ο στόχος που 600 χρόνια επεδίωκε με πάθος».
Από την εποχή του διαχωρισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δυτική και ανατολική και κυρίως αργότερα την εποχή του Καρλομάγνου, υπήρχε ο ανταγωνισμός της Δύσης με την Ανατολή. Ο ανταγωνισμός αυτός μετά το σχίσμα των δύο εκκλησιών το 1054 εξελίχθηκε σε μίσος των Λατίνων χριστιανών εναντίον των Ορθόδοξων και το αποκορύφωμά του ήταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους.
Ρωμαιοκαθολικός ιστορικός αναφέρει σχετικά ότι: «Η σφαγή και η λεηλασία που επακολούθησε της άλωσης, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, δύσκολα περιγράφονται, ούτε υπήρξε ποτέ ανάλογη βαρβαρότητα στην ιστορία των κατακτήσεων της εποχής εκείνης».
Ήταν βαρύτατο το πλήγμα που υπέστη τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από το οποίο δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ. Όσο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πιεζόταν από τους Οθωμανούς, τόσο αυξανόταν ο εκβιασμός του Πάπα και των Βασιλέων της Δύσης προς τους Έλληνες να υποταχθούν.
Οι Παλαιολόγοι πολιτικά επιθυμούσαν την ένωση των εκκλησιών και την υποταγή τους στον Πάπα, γιατί πίστευαν ότι έτσι η Δύση θα τους βοηθούσε αποτελεσματικά να αποκρούσουν τους Οθωμανούς. Οι ιστορικοί ερευνητές ισχυρίζονταν ότι η Δύση, εκτός ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, ουδέποτε επιθυμούσε πραγματικά να ενισχύσει την άμυνα της Βασιλεύουσας.
Αντέδρασαν, μόνο όταν κατάλαβαν ότι και οι ίδιοι κινδύνευαν από επεκτατική οθωμανική επέλαση, αλλά τότε για τον Ελληνισμό ήταν πολύ αργά… Μπροστά στον αυξανόμενο οθωμανικό κίνδυνο τότε είχε τεθεί το δίλημμα, στο οποίο αναφέρεται ένας άλλος ιστορικός, ο Σπυρίδωνας Ζαμπέλιος: «οφείλει το γένος των Ελλήνων να παραιτηθεί της ιδιοτροπίας του, να απωλέσει την αρχέγονο και την ορθόδοξη φύση του, να παραδεχθεί τον παπισμό και να ενωθεί μετά των άλλων ευρωπαϊκών εθνών.
Οι Έλληνες τότε προτίμησαν να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους, αλλά και μετά την άλωση να μην αλλοιωθούν και να αγωνιστούν για την ελευθερία τους».
Σήμερα το 2024 βλέπουμε ότι οι Έλληνες βρίσκονται σε κίνδυνο και επειδή η ιστορία πολλές φορές επαναλαμβάνεται, μπροστά σε ανάλογο με του έτους 1453 προαναφερθέντος διλήμματος: Να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, την παράδοση, την πίστη και την αυτοτέλειά τους, ή να ακολουθήσουν τη Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξασφαλίζοντας την εδαφική τους ακεραιότητα σε μια ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή τους με την Τουρκία;
Η ιστορία έχει διδάξει τους Έλληνες και δεν πρόκειται ποτέ να βρεθούν μπροστά σε παρόμοιο δίλημμα, αφού η απάντηση έχει δοθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια από την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών και πολιτικών: Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση και η διατήρηση των εθνικών αξιών, πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.