Μια κίτρινη ζακέτα, με χνούδι υπέροχα μαλακό στο χάδι, σκέπαζε τους γυμνούς ώμους. Το φόρεμα ήταν ανοιχτό στο λαιμό, άφηνε ελεύθερη την σάρκα πάνω στην πλάτη και φαίνονταν μπροστά κρουστές οι άκριες των πλούσιων μαστών, εκεί που αρχίζουν να ανηφορίζουν. Λάστιχο με σούρα συγκρατούσε το φτηνό τσιτάκι και η λάμψη των ώμων το φώτιζε κάνοντάς το διάφανο. Μικρά γαλάζια λουλουδάκια σκορπισμένα άτακτα στο μπούστο και τη φούστα. Διπλωμένα τα γόνατα. Ακουμπούσα τα δάκτυλα απαλά, μια στη ζακέτα με το απαλό χνούδι, μια στο γυμνό λαιμό. Τ’ άλλο χέρι αφημένο στο χάδι.

Ένα απαλό γλίστρημα, λαίμαργο. Ρουφούσαν οι ρόγες των δακτύλων της το δέρμα μου. Ριγούσε το κορμί και ποτίζονταν με γαλήνη. Είχε χαμηλώσει στη Δύση ο ήλιος και ξεμύτιζαν οι αχτίνες ανάμεσα από την καρυδιά που έκλεινε το περιβόλι και θέριευε, γιατί οι ρίζες της ποτίζονταν στο ρυάκι. Ρυάκι που το χειμώνα γινόταν ποταμός και μεγάλωνε, έσκιζε τον κάμπο και περνώντας την λαγκαδιά χύνονταν στην θάλασσα. Καθόμαστε στον ίσκιο της ροδιάς, που ήταν φυτεμένη στη μέση του περιβολιού, και καθώς ήταν προχωρημένη η Άνοιξη τα παράξενα άνθη της είχαν μόλις αρχίσει να δένουν.

Κυπελλάκια μικρά που φωτίζονταν τα χείλη τους με μια μεμβράνη κατακόκκινη σαν βασιλική πορφύρα. Απέναντι στο ύψωμα, τα σπίτια του χωριού με τα περίεργα βλέμματα ανέστελλαν τον πόθο, επιτρέποντας κάπου-κάπου ένα κλεφτό φιλί με πολλά καρδιοχτύπια. Φιλί που ήταν μαζί φόβος και γλυκιά ερωτική νάρκη. Καταφεύγαμε συχνά σε χώρους που τ΄ ανθρώπινα μάτια δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν.

Η ροδιά μάς γνώριζε καλά. Σχεδόν μας αναζητούσε όταν αργούσαμε. Μας υποδεχόταν μόλις μας έβλεπε να πλησιάζουμε αγκαλιά και, στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν όταν πλησίαζα μόνος κι άφηνα αφηρημένος το χέρι μου να πλάθει στον αέρα το κορμί της, που απουσίαζε, για να ακούω τον ήχο της φωνής της και το χαμόγελο ν’ ανθεί, γινόταν ολόκληρη ένα κόκκινο ερωτηματικό. Επίμονο ερωτηματικό.

Μερικές φορές η ροδιά αναγκάστηκε να με ξυπνήσει ρίχνοντας δίπλα μου στο χώμα ή στο κεφάλι μου μαραμένα κίτρινα φύλλα και κάποτε μισοσχηματισμένους καρπούς. Σηκωνόμουνα τότε ξαφνιασμένος, περπατούσα μέχρι την άκρη του περιβολιού, αγκάλιαζα την καρυδιά και αργά, αλλά με δύναμη, χάιδευα ένα-ένα τα γράμματα που είχε σκαλίσει εκείνη στον κορμό. Γράμματα κεφαλαία που μεγάλωναν με τα χρόνια και γίνονταν σκοτεινά, ώσπου τελικά ενώθηκαν και από το αρχικό Ν ως το τελικό Υ φαίνονταν από μακριά μια μαύρη χαρακιά στον κορμό. Κι εγώ, όμως, από το μυθιστόρημα του Κνουτ Χάμσουν τα ξέχασα όλα.

Δεν απομένει στην μνήμη παρά μόνο το όνομα της ηρωίδας του βορρά που είχα δώσει σ’ εκείνη. Ας ήταν το πραγματικό της όνομα πιο γλυκό, πιο μουσικό, πιο καθαρό στον ήχο. Εκείνο το ήξεραν όλοι. Ενώ αυτό το όνομα το έλεγα μόνον εγώ και το λέω και τώρα ακόμη καμιά φορά, όταν βρισκόμαστε μαζί και σβήνουν τα χρόνια και κατεβαίνω για να ψάξω στο βραχάκι, για να πάρω το μήνυμά της. Λυπήθηκα πολύ, όταν μου είπαν ότι το περιβόλι έπρεπε να φυτευτεί πορτοκαλιές. Αρνήθηκα, αλλά αναγκάστηκα να δεχτώ στο τέλος, γιατί και στη ροδιά μόνο ξερά κλαδιά είχαν απομείνει κι αγκάθια.

Μια άλλη ροδιά μπήκε αργότερα στη ζωή μου. Η «Τρελή ροδιά» του Ελύτη. Με εικόνες και χρώματα, με «άλμπουρα που τρίζουν στον αέρα». Μια ηρωίδα που «μάχεται τη συννεφιά του κόσμου» κι άλλα σπουδαία και μεγάλα. Συχνά ψάχνω ευκαιρίες  σε παρέες φίλων και στα παιδιά στο σχολείο για να ξαναδιαβάσω το ποίημα, να βρούμε μαζί τα κρυμμένα νοήματα και να χαρούμε τις αέρινες εικόνες. Η αλήθεια, βέβαια, είναι άλλη. Εγώ εκείνη τη ροδιά του περιβολιού μας αναζητώ.

Σ’ αυτήν επιστρέφω κι αφήνω πάλι το χέρι απαλά στο χνούδι της ζακέτας και λάμπει στα μάτια τ’ όμορφο πρόσωπο και φιλώ ξανά τα χείλη τα βαμμένα με καρυδόφυλλο. Ευτυχώς που γράφτηκε η «Τρελή Ροδιά» από τον Ελύτη. Διαφορετικά ο χρόνος θα πήγαινε μόνο σε μια κατεύθυνση. Μπροστά. Τώρα επιστρέφει καμιά φορά. Θέλει κι η μνήμη τις αφορμές της για να ξυπνά.