«Κάλλιο κακός χρόνος παρά κακός γείτονας». Η γνωστή αυτή παροιμία βρίσκει την πλήρη αντιστοιχία της στις σχέσεις γειτονίας της χώρας μας με τους Τούρκους: Οι Τούρκοι (κι εννοώ κυρίως τους πολιτικούς της γείτονος και τους αφιονισμένους, «σουλτανοπαθείς» οπαδούς του Τούρκου Προέδρου-διότι υπάρχουν εκεί και σκεπτόμενοι άνθρωποι, που το καθεστώς έχει φιμώσει) δυστυχώς, όπως το έχει δείξει η ιστορία τους, δεν έχουν ξεχάσει τις καταβολές τους, δεν έχουν αποβάλει τίποτε από το παρελθόν τους, τότε που, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, απλώθηκαν δια πυρός και σιδήρου όχι μόνο στην Εγγύς Ανατολή, αλλά και στα Βαλκάνια.

Ζούμε σε μια περίοδο έξαψης του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού και αναβίωσης του οθωμανισμού, καθώς η πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας νομίζει ότι ήλθε η ώρα θα πραγματώσει την «Τουρκία της καρδιάς της», όπως είπε ο Τούρκος Πρόεδρος.

Και είναι πιθανόν να θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι ένας εύκολος στόχος, όπως το έδειξε και η άποψη του Τούρκου συμβούλου του Ερντογάν ότι είμαστε «μύγα». Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν κάποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες που έφεραν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο και άνοιξαν την όρεξη των γειτόνων μας.  Ήδη αναφέρθηκα στην ιστορία τους, ως έναν τέτοιο παράγοντα: Οι Τούρκοι δεν μπορούν να ξεχάσουν ότι ήταν κάποτε αυτοκρατορία και ότι από τη διάλυσή της σχηματίστηκαν τα κράτη των Βαλκανίων αλλά και αυτά της Μ. Ανατολής.

Πρόκειται για μια επιστροφή στο «ένδοξο» οθωμανικό παρελθόν με επιθετικούς σκοπούς, όπως και για μια  ιδεοληπτική και παντελώς εθνικιστική ανάγνωση της ιστορίας, που αγνοεί εσκεμμένα τη σύγχρονη πραγματικότητα και προφανώς, στο όνομα της στρατιωτικής ισχύος, στοχεύει στην αρπαγή εδαφών από γειτονικά κράτη.

Σ’  αυτόν τον παράγοντα θα προσθέσω την κατάσταση στη Συρία, την πιθανότητα για ανακάλυψη μεγάλων ποσοτήτων υδρογονανθράκων σε Κύπρο και Ελλάδα, τη δυσχερή οικονομική θέση της Ελλάδας, τη δυνατότητα των Τούρκων να εκβιάζουν την Ευρώπη μέσω του προσφυγικού, την κατ’ ουσία κατάργηση της δημοκρατίας στην Τουρκία,  αλλά και τη μεγαλομανία του Τούρκου Προέδρου και της «αυλής» που έχει δημιουργήσει περί αυτόν. Όλα αυτά συνιστούν ένα επικίνδυνο μείγμα, που φέρνει στην επιφάνεια αυτό που υπήρξε πάντοτε η Τουρκία: μια χώρα κι ένας λαός που έχει μάθει να ζητά ή να αρπάζει από όπου μπορεί μόνο τον «παρά», που ξέρει μόνο να παζαρεύει, που δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη.

Δυστυχώς, η Τουρκία με τον Ερντογάν έφερε στο προσκήνιο το θεοκρατικό, οθωμανικό παρελθόν της: αντί δηλαδή η χώρα να κάμει βήματα προς τα εμπρός, ώστε να γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα (αφού ισχυρίζεται ότι θέλει να γίνει μέλος της Ε.Ε.) με δημοκρατικούς θεσμούς, με σεβασμό στις ελευθερίες και στα δικαιώματα των ανθρώπων, οπισθοδρόμησε και ολίσθησε σε ατραπούς περίεργες και επικίνδυνες τόσο για την ίδια όσο και για τους γείτονές της.

Δεν ξέρει κανείς αν ο Τούρκος Πρόεδρος προβαίνει στις ενέργειες στις οποίες προβαίνει και εξάπτει τον εθνικισμό και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, επειδή θέλει να κρατηθεί στην εξουσία (γιατί είναι βέβαιο πως, σε περίπτωση που χάσει τις εκλογές, θα βρεθεί σε πολύ επικίνδυνη για τον ίδιο θέση) ή επειδή πράγματι πιστεύει πως οι ενέργειές του θα ωφελήσουν τελικά τη χώρα του.

Πιθανόν να ισχύουν και τα δύο, επειδή η έξαψη του εθνικισμού αποτελεί για τους πολιτικούς τύπου Ερντογάν τον πιο εύκολο τρόπο να χειραγωγήσουν απαίδευτες λαϊκές μάζες, δηλαδή τον όχλο που η λογική του συγκρότηση είναι στα σπάργανα και που λειτουργεί μόνο με το θυμικό, κουνώντας σημαιάκια και «τρώγοντας» εθνικιστικά ιδεολογήματα.

Από την άλλη, ο Τούρκος Πρόεδρος φαίνεται ένας πολιτικός, που η δίχως όρια μεγαλομανία του δεν τον αφήνει να δει τις απώτερες συνέπειες των πράξεών του. Αυτό τον οδηγεί να χρησιμοποιεί τα γνωστά μέσα των ολοκληρωτικών καθεστώτων: πολεμικούς εξοπλισμούς, εκβιασμούς, άνοιγμα πολλών μετώπων, δημιουργία εχθρών. Κάνει δε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι η Τουρκία διαθέτει τεράστια χρηματικά ποσά για εξοπλισμούς και μάλιστα για εξοπλισμούς εναντίον εξωτερικών «εχθρών» (τη στιγμή που δεν απειλείται από κανένα) και όχι μόνο των Κούρδων που ζουν στα εδάφη της.

Είναι δε γνωστό ότι, όταν κάποιος πολιτικός εξοπλίζει τον λαό, όταν διαθέτει τα χρήματα του κράτους όχι σε έργα υπέρ του λαού αλλά για όπλα, τότε θα πρέπει να δώσει και την ευκαιρία αυτά τα όπλα να δοκιμαστούν, να χρησιμοποιηθούν. Αλλιώς ο λαός θα διερωτηθεί: «Αφού δεν χρησιμοποιούνται, τι τα θέλουμε;». Έτσι, θέλοντας και μη, μεταβάλλει τη χώρα του σε ταραξία της περιοχής και, χωρίς καλά-καλά  να το καταλάβει, τη ρίχνει σε περιπέτειες, από τις οποίες δεν ξέρει πώς θα βγει. Διότι είναι εύκολο να αρχίσει μια σύγκρουση.

Το δύσκολο είναι πώς θα τελειώσει και ποιος θα είναι ο τελικός νικητής. Πάντως, είναι ολοφάνερο πως οι νεο-οθωμανοί Τούρκοι δεν μπορούν να χωνέψουν το γεγονός ότι η Κύπρος και η Ελλάδα θα γίνουν χώρες πετρελαιοπαραγωγές, ενώ αυτοί θα μείνουν εκτός παιχνιδιού. Ο σουλτάνος και οι αγάδες του μυρίστηκαν τον «παρά» κι άρχισαν να ονειρεύονται πετρελαϊκούς παραδείσους, όπου θα κάθονται να πίνουν τα σερμπέτια τους και να τρώνε τους «αχιουρέδες» και τους μπακλαβάδες τους και γύρω –γύρω οι ραγιάδες θα τους κάνουν τεμενάδες.

Μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο είναι βέβαιο πως θα πράξουν τα πάντα, ώστε να μπουν στο παιχνίδι, χρησιμοποιώντας απειλές, πουλώντας «τσαμπουκά», δημιουργώντας μικρά θερμά επεισόδια, ώστε να παρασύρουν την Ελλάδα σε μια σύγκρουση και να την αναγκάσουν να καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Και τότε θα αρχίσουν τα παζάρια, στα οποία θα απαιτούν χωρίς να δικαιούνται και χωρίς οι ίδιοι να παραχωρούν τίποτε (εξάλλου, όπως είπαμε, οι γείτονές μας, ως πονηροί Ανατολίτες, ξέρουν καλά από παζάρια. Βλέπουμε πώς συμπεριφέρονται τόσα χρόνια στο Κυπριακό). Μια τέτοια εξέλιξη συνιστά ίσως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την πατρίδα μας.

Με κακό και απρόβλεπτο, όπως έχει εξελιχτεί, γείτονα έχουμε μπλέξει. Η τακτική της ήπιας και άψογης στάσης, που έχει υιοθετήσει μέχρι τώρα η χώρα μας, δεν έχει φέρει αποτελέσματα, επειδή ο αντίπαλος την εκλαμβάνει ως αδυναμία. Από την άλλη, οι κραυγές για σύγκρουση με τους Τούρκους, που ακούγονται από κάποιες πλευρές στην Ελλάδα, είναι εξίσου επικίνδυνες και ανόητες

. Τι μπορεί, λοιπόν, να κάνει η χώρα μας; α) να ομονοήσουν οι πολιτικές της δυνάμεις, β) να δυναμώσει την αμυντική θωράκισή της στο έπακρο, γ) να χτίσει δυνατές συμμαχίες, δ) να καταγγείλει στα διεθνή φόρα τη στάση της Τουρκίας, ε) να πιέσει τα κράτη της ΕΕ να κρατήσουν πιο σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας, στ) να εμμείνει με έμφαση και σταθερότητα στην ανάγκη τήρησης του Διεθνούς Δικαίου και των Συνθηκών από μέρους της Τουρκίας και ζ) να τονώσει το πατριωτικό αίσθημα και την ενότητα των Ελλήνων, που τα τελευταία χρόνια έχει βληθεί από τους «διεθνιστές» όσο τίποτε άλλο.  Οι Τούρκοι θέλουν να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου. Δεν πρέπει να τους το επιτρέψουμε. Αλλά αν επιμείνουν, εδώ είμαστε και είμαστε ενωμένοι. Και τότε ας μαζεύουν τα κομμάτια της διαμελισμένης χώρας τους.