Από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι
κι από τα δυο σου μάγουλα το ροδοκοκκινάδι.
Η ελιά το πολυπαινεμένο και πολυτραγουδισμένο δέντρο, η βάση της ζωής και της διατροφής του ανθρώπου από τα αρχαία χρόνια, αυτό το δέντρο μας απασχολεί σήμερα και σ’ αυτό αφιερώνομε τις αναφορές μας. Το προϊόν της ελιάς το λάδι, είναι εκείνο που όταν ο άνθρωπος το εξασφαλίσει μαζί με το ψωμί, νιώθει σιγουριά για τη συνέχιση της ζωής του.
Λέγανε λοιπόν οι παλιοί:
Απού ‘χει αλεύρι και κρασί και λάδι στο πιθάρι
κι έχει γυναίκα όμορφη, έχει περίσσα χάρη.
Ή Απού ‘χει λάδι και κρασί και ξύλα ντανιασμένα,
στην παραστιά του ας κάθεται κι ας βρέχει ολονένα.
Ας βρέχει κι ας χιονίζει
και ο Μεγαλοδύναμος υγεία να του δίδει.
Η αξία του λαδιού ήταν πάντα σημαντική κι ανυπολόγιστη. Στη διατροφή η βάση, στη φαρμακευτική στη σαπωνοποιεία μα και στις συναλλαγές βασικό προϊόν. Με λάδι πλήρωναν παλιά οι γυναίκες τους γυρολόγους για ν’ αγοράσουν τα ψιλικά τους. Λάδι τάζομε στον Άγιο στις δυσκολίες της ζωής. Με λάδι καίει τ’ ακοίμητο καντήλι για χάρη της Θείας Δύναμης.
Σε εράνους παλαιότερα λάδι μάζευαν. Μα και φιλοδωρήματα γίνονταν από λάδι. Από κει έμεινε και η λέξη «λάδωμα», σήμερα το λέμε «φακελάκι». Μα και σαν καλλυντικό το λάδι το χρησιμοποιούσαν από τα αρχαία χρόνια. Σε πολλά εδάφια του Ομηρικού έπους διαβάζομε για τη χρήση του αυτή, όπου οι πολεμιστές μετά το μπάνιο τους άλειφαν το κορμί τους με λάδι. Ακόμη και στα παλιά κάλαντα συναντούμε πληροφορίες σχετικές: «Βαγίτσα άψε το κερί άψε και το διπλέρι και κάτσε και λογάριασε ήντα δα μασέ φέρεις φέρε πανέρια κάστανα, πανέρια λευκοκάρια… Κι από το λαδοπίθαρο κιαμιά σταλιά λαδάκι κι αν είναι και πιο πληθερό βαστούμε μεις κι ασκάκι.
Συνήθως οριοθετούν την εποχή του λιομαζώματος, από του Αγίου Φιλίππου 18 Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα του Μάρτη. Λένε όμως παράλληλα ότι η ελιά δεν πρέπει να ακούσει αράβδιστη το «Χριστός γεννάται» ειδικά η ψιρολιά. Το λάδι είναι το καλύτερο δώρο για τους Αγίους και λένε: «Κερί και λάδι δε βαστάς στον Άγιο ήντα δα πας».
Λέγανε ακόμη παλιά ένα ειρωνικό σχόλιο για κείνον που θέλει να παντρευτεί χωρίς εφόδια.
«Μα με τα μένα έλα συ να δεις πως δα περνούμε
τσοι ντάκους παίρνω δανεικούς, το λάδι διακονούμαι».
Τα γέλια τα τραγούδια κι οι χαρές στα λιομαζώματα ακούγονται από μακριά. Λέει ο ερωτευμένος νέος στην κοπελιά που αγαπά:
Ραβδίζω και σε σκέφτομαι, πάρε μια ντέμπλα κι έλα
γιατί ‘χω ακόμη αράβδιστα μια δεκαρά μουρέλα.
Ξέρομε ότι μουρέλλο είναι το νεαρό δέντρο της ελιάς.
-Όλα μου τα ‘χω αράβδιστα τσ’ ελιές και τα μουρέλα
μα άμα ξετελέψομε όποτε θέλεις έλα.
Για την ηλικία της ελιάς λένε πως τα εφτά πρώτα χρόνια της ζωής είναι τα παιδικά της. Ως τα 35 αναπτύσσεται. Μέχρι τα 150 χρόνια δίδει σταθερά καρπούς. Μετά αρχίζει να γερνά και η απόδοση μειώνεται. Στη φάμπρικα που πήγαιναν παλιά για να αλεστούν γίνεται ολόκληρος κύκλος εργασιών που δεν έχομε την ώρα να τις αναφέρομε στην παρούσα περίπτωση.
Σήμερα οι φάμπρικες έχουνε αντικατασταθεί με υπερσύγχρονα ελαιοτριβεία κι όλες οι εργασίες γίνονται αυτόματα με μηχανήματα και το λάδι που βγαίνει είναι άριστης ποιότητας. Όσο για τις φάμπρικες λένε:
-Ρημάξανε οι φάμπρικες που βγάνανε το λάδι.
κι οι πιο πολλοί αφεντικοί, βρίσκονται μπλιό στον Άδη.
-Παράπονα αγάπη μου μην κάνεις πια για μένα
κι άμα δ’ αλέσομε τσ’ ελιές θα ‘ρθώ κοντά σε σένα
(Κι επειδή τον καθυστερούν οι εργασίες της ελιάς λέει ο νέος:)
-Ελιές εδώ, ελιές εκεί που στέκουν σαν τσι βιόλες
μα δα τως βάλω γραμοξόν να τσι ξεράνω όλες.
-Ραβδίζω και στη σκέψη μου έχω μονάχα εσένα
και μπέρδεξα τα λιόφυτα και ράβδισα τα ξένα.
-Ραβδίζω και σε σκέφτομαι, πάρε μια ντέμπλα κι έλα
γιατί ‘χω ακόμη αράβδιστα μια δεκαρά μουρέλα.
-Εμπίτισε το λάδι μας και δανεικό γυρεύω
κι άμα δα πομαζώξομε οπίσω σου το φέρνω.
-Το δανεικό που μου χρωστάς, ραβδιστικό το κάνω
να βγαίνεις πάνω στην ελιά κι εγώ να ‘μαι ‘πο χάμω.
-Ήρθεν ο ύπνος κι ήβρε με κειδά που λιομαζώνω
κι εράβδισέ μου μιαν ελιά κι ήσπασε κι ένα κλώνο.
-Τάζω σου Παναγία μου ένα ασκάκι λάδι
να βλέπεις την αγάπη μου οντέ δειπνά το βράδυ.
Μα ‘πό το θέρος ως τσ’ ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
-Όλοι αγαπούνε την ελιά μα γω αγαπώ το λάδι
που φέγγει τση αγάπης μου οντέ δειπνά το βράδυ.
Κι ένα αίνιγμα:
-Στο τσίμα τσίμα κρέμεται στο βεζινέ πουλιέται
και το χρυσό τση κόκαλο εις την κοπρά κυλιέται (ο καρπός της ελιάς)
-Για την προίκα: Πως έχεις μια κουτσουρολιά εφούντωσε ο νους σου
και δεν ανεμαζώνεσαι στο σπίτι του κυρού σου.
-Πως έχεις μια κουτσουρολιά ξανοίγεις να με κάψεις
ω ουρανέ μη το δεχτείς και γης μη το βαστάξεις.
(Για το σκάρτο λάδι)
-Λαμπάντες λάδι πήραμε μα βγήκε μερκαντίλι
ούτε το λύχνο άφτει μπλιο ούτε και το καντήλι
μερκαντίλι: πολύ κακής ποιότητας λάδι.
Η φάμπρικα λεγόταν και αλετρουγουδιό που δούλευαν οι αλετρουγουδιάρηδες κι η πληρωμή τους τ’ αλετρουγουδιάτικα γινόταν με λάδι. Και λέει η μαντινάδα:
-Δε μου βολεί να παντρευτώ είμαι αλετρουγουδιάρης
κι άμα μπιτίσουν οι ελιές να έρθεις να με πάρεις.
-Αγάλια αγάλια κοπελιά κι ό,τι ‘παμε θα γίνει
μόνο να ξετελέψομε τη φαμπρικαροσύνη.
-Ετσά νύφη που πήραμε δε βρίσκομε ψεγάδι
μα σας εδώκαμε και μεις μηδέν οξέα λάδι(το γαμπρό)
(Μια απειλή):
-Ως ξεχωρίζει το νερό από τσ’ ελιάς το λάδι
ετσά δα ξεχωρίσομε κι ο νους σου δεν το βάνει.
(Και μια προτίμηση)
– Καλιά ‘χω τσι παστές ελιές παρά τσι κολυμπάδες
καλιά ‘χω γω δυο κοπελιές παρά σαράντα γράδες.
-Ταχιά στα λιομαζώματα που θα ‘ρθεις στο χωριό μου
να ξερωτήξεις και να βρεις το σπίτι το δικό μου.
-Ξεφτύλισε το λύχνο σου και βάλε του και λάδι
κι έχε την πόρτα σου ανοιχτή κι εγώ θα ‘ρθω το βράδυ.