Ο κυρ Ανέστης, άνθρωπος της εκκλησίας, ζει με την γυναίκα του στο χωριό. Είναι συνταξιούχος, παλιός υπάλληλος του Δήμου.  Στην  αυλή του σπιτιού του έχει ένα κοτέτσι – με έξι κότες και έναν πετεινό, για να τρώνε κανένα φρέσκο αβγουλάκι – και ένα στάβλο με ένα γουρούνι, μια κατσίκα και ένα γάιδαρο.

Η γυναίκα του πάσχει από χρόνιο νόσημα και είναι ανήμπορη να βοηθήσει. Μόνος του συγυρίζει, μαγειρεύει και την περιποιείται με υπομονή μεγάλη. Τον γάιδαρο τον έχει για τις  μετακινήσεις του, γιατί ως υπερήλικας δεν μπόρεσε να ανανεώσει την άδεια οδηγήσεως.

Τώρα θα πείτε: πιο επικίνδυνο είναι να ταξιδεύει, γέρος άνθρωπος, επάνω σε γάιδαρο εκτεθειμένος στον ήλιο ή στην βροχή ή στο κρύο του χειμώνα, παρά μέσα σε αυτοκίνητο. Εξάλλου οι νεαροί είναι εκείνοι που κάνουν τα δυστυχήματα. Άντε όμως να αλλάξεις  τα μυαλά των αρμοδίων. Έχει και έναν κήπο με λουλούδια, που τα ποτίζει και τα περιποιείται με ιδιαίτερη αγάπη.

Η κόρη τους έρχεται πότε πότε από το Ηράκλειο να τους δει. Και πλύνει και κανένα ρούχο. Ο γιος τους σημασία δεν δίνει. Όχι ότι είναι εντελώς αναίσθητος, αλλά έχει και αυτός  τις δουλειές  του. Έχει και μεγάλη οικογένεια… Χρόνος δεν του περισσεύει.Στο χωριό όλοι τον αγαπούν τον Ανέστη και θέλουν την παρέα του. Τον λυπούνται για την πάσχουσα σύζυγό του. Με κανέναν μαλωμένος δεν είναι. Και στο καφενείο όλοι ακούν με προσοχή τα λόγια του.

Πριν από λίγες μέρες κάποιος ή κάποιοι μπήκαν βράδυ στην αυλή του και του έκλεψαν τις κότες, όλες, μαζί και τον πετεινό.

– Διάολε, τσ’  απολιμάρους … Πώς εμπήκανε, πότε εμπήκανε… Χαμπάρι δεν επήραμε… Υπνωτικό μας ερίξανε; μονολογούσε ο Ανέστης το πρωί, όταν βγήκε στην αυλή και αντίκρισε το κοτέτσι παραβιασμένο. Απορώ πώς  δεν ετρομάξανε οι κότες να κακαρίσουνε, πώς δεν ακούστηκε κάποια φασαρία να ξυπνήσουμε…

Πρόσεξε κάποιες σταγόνες από αίμα και μικρά πούπουλα μαδημένα μέσα και έξω από το κοτέτσι.

-Οι αθεόφοβοι, εκόβανε το λαιμό των ορνίθω μου δαγκάνοντάς τες… μουρμούριζε.

Όσο όμως κι αν έψαχνε, πατημασιές δεν διέκρινε.

Εκείνη την στιγμή βγήκε στηριζόμενη στο πι της η γυναίκα του η Ευτέρπη. Είδε, και άρχισε να φωνάζει οργισμένη.

– Κακό χρόνο να ‘χουνε. Φαρμάκι να γίνει το φαΐ ντος, των κλεφτοκοτάδων, και να ψακωθούνε…

Ο Ανέστης την έπιασε από τον ώμο και προσπαθούσε να  την παρηγορήσει. Της έλεγε.

– Σε παρακαλώ, Ευτέρπη, μην καταριέσαι. Ο καλός χριστιανός συγχωρεί, δεν καταριέται…

-Και ίντα θες εδά; Ευχή να  ντος-ε  δώσω; Καλή όρεξη να ντος ευχηθώ; Των κλεφτών…

Ο Ανέστης την αγκάλιασε, την φίλησε στα άσπρα της μαλλιά. Την λυπόταν, την αγαπούσε… Θυμήθηκε πόσο όμορφη ήταν και πώς έγινε..Και πρόσθεσε.

-Ηρέμησε.

Και η Ευτέρπη, ευαίσθητη και εξαιτίας της αρρώστιας της, έκλαιγε στην αγκαλιά του.