«Ο Γρηγόριος θεωρείται ο λογοτέχνης του Χριστιανισμού. Ο Βασίλειος υπήρξε ο αληθὴς επίσκοπος του Ευαγγελίου, ὁ φίλος των πτωχών, ο πατὴρ του λαού, ο αδιάσειστος εν τη πίστει και ο ανεξάντλητος εν τη ελεημοσύνῃ. Ο Χρυσόστομος κρατεί τα πρωτεία θρησκευτικής ευγλωττίας δέκα και πέντε αιώνων» {Κ. Παπαρρηγόπουλος).
Συνήθως κατά την αναφορά μας στους Τρεις Ιεράρχες εστιάζομε στη συμβολή τους στην εδραίωση και στερέωση του χριστιανισμού και των Ελληνικών Γραμμάτων. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Το πολυποίκιλο πνευματικό τους έργο, διαχρονικό και κοινωνικοοικονομικό, εξακτινώνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας με το λόγο τους να εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρος. Βαθύτατα σπουδασμένοι και φωτισμένοι με τις μελέτες και τις συμβουλές τους δίδουν λύσεις και στα σημερινά κοινωνικά προβλήματα.
Ο χριστιανικός κοινωνισμός, ως δομικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας, όχι μόνο γίνεται αντικείμενο της διδασκαλίας τους αλλά και βίωμα τους. Η περιουσία που κληρονόμησε ο Μέγας Βασίλειος από τον πατέρα του αξιοποιείται για το κοινωνικό σύνολο μέσω της «Βασιλειάδας»,ενώ καυτηριάζει τους εξοπλισμούς ως γενεσιουργό αιτία του πλούτου και των πολέμων.
Το ίδιο πράττει και ο Γρηγόριος που δωρίζει τη μεγάλη του περιουσία για κοινωνικούς σκοπούς στην τοπική εκκλησία και με νομικά επιχειρήματα υπερασπίζεται την ισοτιμία στις σχέσεις των συζύγων. Αλλά και ο Χρυσόστομος ως Ιεράρχης έμπρακτα συμπαρίσταται στους αναξιοπαθούντες και δεν παύει, αδιαφορώντας για το προσωπικό κόστος που το πλήρωσε με εξορία, να στηλιτεύει τη σπατάλη ακόμη και των κρατούντων, ενώ αγωνίζεται υπέρ της δικαιοσύνης και της απελευθέρωσης των καταπιεζομένων.
Σε όλα τα κοινωνικά προβλήματα και στις αδικίες των κυβερνώντων οι Τρεις Ιεράρχες ύψωσαν το ανάστημά τους, συμπαραστάθηκαν στο λαό και βρήκαν λύσεις.
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν υπήρξαν μόνο οι θεόπνευστοι και ουρανόφθογγοι Πατέρες του χριστιανισμού αλλά και οι σοφοί δάσκαλοι του λαού. Στη σημερινή ταραγμένη εποχή, κατά την οποία η οικογένεια νοσεί με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας των ανηλίκων να αποτελεί οξύ κοινωνικό πρόβλημα και το διαδίκτυο να διαφεντεύει τη ζωή μικρών και μεγάλων, οι παιδαγωγικές τους συμβουλές εξακολουθούν να διατηρούν μια ακατάλυτη διαχρονικότητα.
Η αγάπη τους για τους νέους εκδηλωνόταν σε κάθε ευκαιρία με τον πιο τρυφερό λόγο. «Τι γαρ παίδων γλυκύτερον» αναφωνούσε ο Χρυσόστομος, ενώ ο Γρηγόριος τόνιζε τη σημασία της ορθής αγωγής των νέων λέγοντας ότι αυτή είναι «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών», επισημαίνοντας στους παιδαγωγούς και στους γονείς ότι χειρίζονται ανθρώπους και μάλιστα θεόπλαστους.
Η ευθύνη για τη σωστή αγωγή των νέων πέφτει στους γονείς και στο σχολείο. Οι γονείς οφείλουν από τη νηπιακή ακόμη ηλικία να διαχειριστούν την εύπλαστη ψυχή του παιδιού με συνεχή επαγρύπνηση ώστε να θέσουν τα θεμέλια της αρετής και να ορίσουν τα επιτρεπτά όρια ανοχής.
Κατά τον πανεπιστήμονα Μέγα Βασίλειο η επιπολαιότητα είναι σύμφυτη με την νεότητα, το παιδί είναι ευκίνητο προς το κακό και προς μύρια κακά συζευγμένο.
Για το λόγο αυτό η επίβλεψη πρέπει να είναι συνεχής αλλά αυτή να γίνεται χωρίς θυμό, οργή και ύβρεις οι οποίες δεν ελευθερώνουν το παιδί από το σφάλμα του, γιατί κατά τον Χρυσόστομο η ύβρη «δάκνει ανθρώπου ψυχήν και γίνεται διπλή πυρά», ενώ ο Γρηγόριος αποκρούει τη βία και συνιστά την πειθώ, διότι ο νέος είναι ελεύθερο ον.
Η ανοχή και η ολιγωρία των γονέων στις παρεκτροπές των παιδιών τα εφησυχάζει και τα αποπροσανατολίζει με αποτέλεσμα στη χέρσα γη να φυτρώσουν αγκάθες με συνέπειες που τις πληρώνει και η κοινωνία.
Η εικόνα των σημερινών ανήλικων παραβατών να σύρονται κουκουλωμένοι ως κακούργοι στα ανακριτικά αστυνομικά γραφεία και στις αίθουσες των δικαστηρίων είναι γροθιά στα σπλάχνα της κοινωνίας. Ίσως μέσα τους να βοά ο στίχος: «Από την κόλασή μου σού φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σού μοιάζω» (Γαλάτεια Καζαντζάκη, το ποίημα της νύχτας).
Ο Μέγας Βασίλειος, ως σοφός Οικουμενικός Διδάσκαλος και «παιδαγωγός της νεότητας», δεν απορρίπτει την επιπληκτική συμπεριφορά ως αναχαιτιστικό παιδαγωγικό μέσο στις ορμές των νέων, συνιστά όμως αυτή να γίνεται με σύνεση και μακριά από εκδικητικές πρακτικές, αλλά με την επίγνωση και την προτροπή της παύλειας συμβουλής: «Οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών».
Στην παιδαγωγική πρακτική των Τριών Ιεραρχών δεν εισχωρούν βιαιότητες και ύβρεις, αλλά η συγκατάβαση, η μακροθυμία, ο αλληλοσεβασμός και κυρίως η αγάπη η οποία ως θεία αρετή «και τον θρασύν επιεική και τον ασελγή σώφρονα ποιεί».
Οι Τρεις Ιεράρχες παροτρύνουν τους νέους να ανατρέξουν στην αρχαιοελληνική Γραμματεία (Ησίοδο, Όμηρο, Σόλωνα, Πλάτωνα, κ. α.) για άντληση προτύπων λέγοντας «να συναναστρεφόμεθα με ποιητές και λογογράφους και ρήτορες και με όλους από τους οποίους πρόκειται να προέλθει κάποια ωφέλεια για την επιμέλεια της ψυχής», ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αποδίδοντας μεγάλη σημασία στη συμφωνία μεταξύ λόγων και έργων των θεραπόντων της παιδαγωγικής τούς συμβουλεύει με τον εξής εμπνευσμένο ποιητικό στοχασμό: «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι, σοφισθήναι και είτα σοφίσαι, γενέσθαι φως και φωτίσαι, εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους, αγιασθήναι και αγιάσαι».
Με την ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου: «Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφέλοιντο λόγων», μια πραγματεία με σημαντικό παιδαγωγικό και διδακτικό περιεχόμενο, συνιστάται στους νέους να στραφούν στη μελέτη των Ελληνικών Γραμμάτων ως απαύγασμα της σοφίας και καλλιέργειας της αρετής, η οποία προάγει την ηθική διαπαιδαγώγηση και δεν απέχει από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Ιερών Γραφών.
Και εν τέλει εφόσον η αγωγή θα έχει χριστιανική υποδομή θα έχει και αξιακό αποτέλεσμα, κάτι που ως κοινωνία το έχομε σήμερα περισσότερο ανάγκη.
Ο Ζαχαρίας Καλοχριστιανάκης είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός-συγγραφέας