Συνέβη στο κουρείο του φίλου μου του Κωσταντή. Είναι φανατικός οπαδός  του Σαμαρά. Λυπάται που ο Σαμαράς σήμερα δεν είναι πρόεδρος της  Νέας Δημοκρατίας. Τέλος  πάντων. Κουρεύει μόνο άντρες, Τρίτη, Πέμπτη  και Σάββατο, με πέντε ευρώ.  Τις άλλες μέρες μαζεύει ελιές  στο χωριό του. Χριστούγεννα τώρα, εποχή μαζέματος. Είμαι  κι εγώ πελάτης του. Ο  Κωσταντής  είναι  νευρικός. Θυμώνει ιδίως όταν ακούει  τους πελάτες του να παινεύουν τον Τσίπρα (συνηθισμένη η πολιτική συζήτηση στο μαγαζί του), τρέμουν τότε τα χέρια του και δυσκολεύεται στο κούρεμα. Και ιδίως  όταν κρατά το ξυράφι στο χέρι του.

Αυτό το ξέρει ο Παντελής, που τον κούρευε, όταν έφτασα εγώ. Όμως  καθώς συνηθίζει να βάζει φιτίλια για να ανάψει καβγάς,  αψηφώντας τον κίνδυνο, άρχισε να επαινεί τον Τσίπρα επίτηδες, για να κουρντίσει τον Κωσταντή.

-Ο πρωθυπουργός μας, που αφεντιά σου τον-ε  περιφρονείς, ιδέ ίντα εκατάφερε. Μας-ε βγάζει από τα μνημόνια. Μας-ε  δίνει ελευθερίες. Όι όλο η αστυνομία κάθε λίγο από πίσω μας. Μας -ε  δίνει επιδόματα…

Εκεί πια ήταν που άναψαν τα αίματα του Κωσταντή και άρχισαν  να τρέμουν τα χέρια του.

-Ίντα μας-ε  λες  εδά, Παντελή; Παινεύεις  τουτονέ τον ψεύταρο, που μας  εκορόιδεψε όλους, μας  εξεζούμισε οικονομικά, μας  έκαμε ζητιάνους, να τρεφόμαστε με συσσίτια φιλανθρωπίας, ακόμη και από τα σκουπίδια…  Μας-ε  ξεγελά εδά με επιδόματα φτώχειας. Πρωθυπουργός  αχαΐρευτος, υπουργοί παρ΄ τον  έναν και χτύπα τον άλλο, που ο ίδιος τους  εδιάλεξε… Ίντα καλό να περιμένει ο ελληνικός λαός  από αυτόν; Άκουσες  ιντά  ‘πε  ο Σαμαράς; «Όσοι είχανε ψηφίσει  Νέα Δημοκρατία  κρατούνε την κεφαλή ντος ψηλά. Όσοι εψηφίσανε  ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ  χτυπούνε την κεφαλή ντος  στον τοίχο».

-Τον  Σαμαρά ακούς; Οι προέδροι  της Ευρωπαϊκής  Ένωσης τον-ε  παινούνε τον Τσίπρα.

Και εκεί, στη σύγχυσή  του, συνέβη να κόψει ο Κωσταντής  το αυτί του Παντελή. Όχι ολόκληρο. Λίγο στη ρίζα. Έτρεχε όμως πολύ αίμα.

Σηκώθηκε ματωμένος  ο Παντελής.

-Θα σου κάνω μήνυση! φώναζε οργισμένος, εννοώντας  ότι του το  έκοψε επίτηδες, για να βγάλει το άχτι του. Και συνεχίζοντας τις απειλές έφυγε χωρίς να πληρώσει, μισοκουρεμένος  και ματωμένος. Πήγε στο διπλανό φαρμακείο και ύστερα στον σταθμό λεωφορείων για το χωριό του.

Έφυγα κι εγώ. «Ας  έρθω άλλη φορά» σκέφτηκα. «Με τέτοια νεύρα καλύτερα να αποφύγω το κούρεμα σήμερα. Ο Κωσταντής, στην σύγχυσή του, ούτε καν με είχε προσέξει. Και είναι φίλοι και συγχωριανοί. Πού μπορεί να φτάσουν τα πολιτικά πάθη!».