Πόσο και ποιοι άραγε θυμούνται αυτή τη λέξη των παιδικών μας χρόνων, από όσους  τουλάχιστον έχουμε κάποια ηλικία. Σίγουρα όχι οι νέοι, και η λέξη ίσως θα τους ξενίσει. Παρόλο που οι περισσότεροι έχουν ή οδηγούν… αμάξια. Λέξη που μάλλον γεμίζει νοσταλγία την ψυχή όσων κάναμε τους νυχτερινούς φεγγαρόλουστους  περιπάτους ή βλέπαμε τα λιγοστά τότε αυτοκίνητα στους σπάνιους, καλούς αμαξωτούς (δρόμους) της δεκαετίας του ‘60.

Ήταν λοιπόν θυμόσοφη και επίκαιρη μαζί η ερώτηση του θείου μου του Γιάννη, που με καταπλήσσει με τα σοφά του λόγια σε τόσα θέματα.

Ήταν περισσότερο μια «ετυμηγορία» και γι’ αυτό αξίζει να την παραθέσω αυτούσια: ’’Εδώ και τόσα χρόνια, βρε παιδί μου, φεύγουν από την Κρήτη τόσα λεφτά για πάνω, και δεν μπόρεσαν να μας  φτιάξουν τουλάχιστον έναν καλό… αμαξωτό”.

Τα είχε όλα μέσα λοιπόν τούτη η καθηλωτική επισήμανση: απορία, παράπονο, επιχείρημα. ’’ΒΟΑΚ τον λένε θείε (και του εξήγησα), ΒΟΑΚ,   και… βοά όλη η Κρήτη τόσα χρόνια για αυτόν. Και πονά πάνω σ’ αυτόν.

Ευτυχώς τώρα έχουμε πιο καλά και πιο γρήγορα ΕΚΑΒ ”έκανα πνεύμα με τα αρκτικόλεξα, ο εξυπνάκιας.

Με κοίταξε με ένα αυστηρό… χαμόγελο. “Όντως θείε”, του είπα, “είναι ο δρόμος του μισού… αιώνος με κάποια μπαλώματα, και έχει περάσει από πάνω του,  σε βάρος, ο… Ψηλορείτης όλος”.

Πήρε το λόγο εκείνος: “Για σκέψου να έχουμε τα ίδια με το πρόβλημα του νερού, την αφαλάτωση αν χρειαστεί, τώρα ειδικά που τα πράγματα ζορίζουν, ζήτω δηλαδή που καήκαμε κυριολεκτικά (μου αντέτεινε, για το φλέγον πια αυτό ζήτημα). Μην τα περιμένουμε και όλα από τον… Ψηλορείτη,  μπα σε καλό μας απόψε, έμπλεξε το βουνό”.

Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν με νόημα και ύστερα κοίταξε ο ένας προς τον Ψηλορείτη και ο άλλος κατά πού πέφτει το Κρητικό και πια δεν συνεχίσαμε την κουβέντα μας, για να μη στενοχωρηθούμε περισσότερο…