Περίμενε με κομμένη ανάσα. Επιτέλους, άκουσε βήματα να παραπατούν στην αυλίτσα. Η πόρτα έτριξε. Έκλεισε τα μάτια. Το ξύλο στα σκαλιά του οντά αναστέναξε. Αφού ένιωσε το βάρος δίπλα της, άφησε ελεύθερη την αναπνοή της. Πέντε λεπτά ακόμα. Και άλλα πέντε.

Ο άνδρας άρχισε να ροχαλίζει. Γλίστρησε απ’ το κρεβάτι και άρπαξε τα ρούχα που είχε παρατήσει κατάχαμα. Κατέβηκε στον αέρα. Ζώστηκε το ζωνάρι του και κουκούλωσε την κοτσίδα της στο σαρίκι. Χαράματα, ξεχύθηκε στον δρόμο. Η μυρουδιά του καπνού την έπνιξε.

Η πόλη αγκομαχούσε. Το καλντερίμι άχνιζε. Οι σκιές την κυνηγούσαν με λύσσα. Μα τίποτα δεν τη σταμάτησε. Το πρωινό της χαροκαμένης μέρας που τέλειωσε, είχε δει τα πάντα πίσω από τον φερετζέ της. Έφτασε στο χαντάκι που έκρυβαν τα ερείπια της αρμένικης συνοικίας.

Τα πόδια της έπλεαν μέσα στα στιβάνια, μα αυτό δεν την εμπόδισε να κατρακυλήσει στον λάκκο. Τα κορμιά έζεχναν, άδεια από αίμα. Σάλεψε τα κουφάρια με όση δύναμη δε γνώριζε πως είχε. Βρήκε εκείνο που έψαχνε. Το ακέφαλο σώμα… Δυο χρόνια πριν γονάτιζε μπροστά του και του μιλούσε. «Ο Αλάχ έκανε ό,τι μπόρεσε. Τώρα είναι σειρά του Θεού σου».

«Το πιστεύεις;» ρώτησε βραχνά η φωνή του. Τα γαλάζια μάτια άστραψαν στο μισοσκόταδο. Τα μανουάλια κατάπιαν τις φλόγες. «Πρέπει να το πιστέψω. Γιατί είμαι μάνα. Και δεν υπάρχει κάτι που δε θα πίστευα για να σωθεί το παιδί μου». «Πόσες μέρες έχει πυρετό;» «Είναι η ένατη. Έχει λιώσει». Το ράσο θρόισε. «Πάρε αυτό, δίνε του τρεις σταγόνες μεσημέρι και βράδυ. Τρέχα στο προσκεφάλι του και εγώ θα προσευχηθώ στον Θεό μου.»

Ο άνδρας σηκώθηκε. «Και κόρη μου… όταν ζητά ο άνθρωπος με την ψυχή του, και οι θεοί πείθονται. Δουλεύουν μαζί για το καλό του. Άμε στην ευχή του». Θέλησε να ασπαστεί το χέρι του. Φευγαλέα το έκανε. Μύριζε όπως οι λεμονιές στο Γκιοζ Τεπέ. Με συντροφιά το άρωμα των λεμονανθών πήρε τον δρόμο για το κονάκι και τη ζωή της. Αυτή η ζωή, που για μια στιγμή διασταυρώθηκε με τη δική του, ξενυχτούσε απόψε. Ήταν αδύνατον να κουβαλήσει το διαμελισμένο σώμα.

Έβγαλε το μαχαίρι από το ζωνάρι. Δίχως να διστάσει, έκοψε τα χέρια του. Τα φίλησε απαλά και τα τύλιξε στο πανί που ήταν χωμένο στη βράκα της. Σκαρφάλωσε ξανά στο έρημο σοκάκι. Κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει. Τα φαντάσματα είχαν στήσει χορό μέχρι την προκυμαία. Οι γειτονιές λούφαζαν στα αποκαΐδια. Και η γυναίκα έτρεχε χωρίς να κοιτάζει πίσω, αγκαλιά με τα κομμένα του χέρια. Έφτασε στο ύψωμα πάνω από τον τούρκικο μαχαλά. Τα κυπαρίσσια το κύκλωναν. Ο άνεμος έσπρωχνε τα σύννεφα στους βάτους.

Από κει ορμούσε η πόλη στη θάλασσα. Έσκαψε με τα νύχια της βαθιά. Προσεχτικά, απόθεσε τα άκρα και τα σκέπασε με χώμα. Χάραξε έναν σταυρό στη γη που σκίρτησε κάτω απ’ τα δάχτυλά της. «Από δω θα βλέπεις την πόλη που αγαπούσες. Και θα τη φυλάς από κατάρες κι αναμνήσεις. Όταν ο άνθρωπος ζητά, ο Θεός του ακούει. Όποιο κι αν είναι το όνομά του…». Κίνησε για το σπίτι της λίγο πριν ξυπνήσει ο άντρας της, το παιδί της, ο ήλιος στον ουρανό. Άρωμα από λεμονανθούς και λιβάνι, την πήρε στο κατόπι.

 

* Επετειακό διήγημα για την  καταστροφή της Σμύρνης σε πρώτη δημοσίευση