Συμπληρώνονται σαράντα μέρες στις 27 του μήνα, μνήμη του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, από την αδόκητη εκδημία του μάρτυρα της αγάπης, της καλοσύνης, της Ιερωσύνης και του συνετού λόγου. Πρόκειται για τον εφημέριο του Ορθέ Μυλ/μου, τον παπά Μανόλη Σηφάκη. Για μισό αιώνα διακόνησε με αυτογνωσία ιεροπρεπή, μας αγκάλιασε, μας δίδαξε όλους, μας κράτησε κοντά του. Αφιέρωσε τον δρόμο της ζωής του με σύνεση και προσευχή στο να προσφέρει.

Οικογενειάρχης λαμπρός, δοσμένος με κόπο μεγάλο, σε δύσκολους καιρούς στην παράλληλη μόρφωσή του, ο μαθητής ο καλός, ο σπουδαστής στο φυτώριο της ιερωσύνης, στην Εκκλησιαστική σχολή στα Χανιά, ο φοιτητής στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, στα παιδαγωγικά γράμματα, στη θεολογική κατόπιν σπουδή, απότοκος η μετέπειτα μέγιστη εκπαιδευτική προσφορά στον τόπο του.

Ο κληρικός της απλότητας, των χωριανών του, χωρίς επιθυμίες αξιωμάτων και διακρίσεων, πάμπολλες άλλωστε άξιζε, εκείνος που  πάντα φρόντιζε να γεμίζει τον ναό του με τον απλό του λόγο, κάλεσμα ψυχής για τους απανταχού προσκυνητές, τον χώρο που υπηρέτησε άγρυπνα, με την γλυκόλαλη φωνή του, την μοναδική λειτουργική του παρουσία, το αξιοπρόσεχτο κήρυγμα, τις Κυριακές και τις μεγάλες σχόλες. Η ενορία ήταν η πολιτεία του, εμείς τον ακούγαμε, ήταν μια φωνή για όλους, μακριά από αντιθέσεις και αμφιγνωμίες, υπέρμαχος του μέσου λόγου.

Ένιωθε εξάλλου ιερό τον τόπο τούτο, πλασμένο μέσα από βιώματα δοκιμασμένης ανατροφής των παιδικών του χρόνων. Μας κρατούσε όλους με την καρδιά του, μας στέριωνε τη σκέψη πως εκκλησία σημαίνει, εκτός από προσευχή, συνάνθρωπος λόγος. Μας λείπει πια η ζωντανή του παρουσία, μα όχι όσα μας δίδαξε, σαν το θυμίαμα που γέμιζε τον ναό, τους εσπερινούς που καλλίφωνα έκανε, μιαν ανατομία άλλης ζωής. Τον ζήσαμε από κοντά, μάθαμε πολλά, έζησε κι κείνος για μας, γιατί ήξερε να μας κρατεί, να μας σέβεται, από τα χρόνια του κατηχητικού, σε κάθε εκδήλωση της κοινότητας, αγκάλιαζε όλους τους χωριανούς.

Θα μας λείψουν όσα σοφά έλεγε, προφήτευε, σε δύσκολους καιρούς, νουθεσία και ευλογία μαζί για πολλούς. Τον έζησα και στάθηκα τυχερός δίπλα του, πολλά χρόνια, άκουσα, έμαθα πολλά γράμματα, έχτισα ένα σπίτι ελπίδας και προσευχής μέσα μου, πήρα την ευλογία και τη συμβουλή του σε ζωτικές περιστάσεις της ζωής μου. Με κράτησε στην εκκλησία στοργικά, από τα χρόνια του αξέχαστου κατηχητικού σχολείο, ένα σχολείο προσευχής για τους τότε μαθητές του χωριού.

Ένιωθα σαν να βρίσκομαι σ’ένα άλλο ναό, γεμάτο κεριά, εικόνες με τις μορφές των αγίων να γαληνεύουν στην παρουσία του, εκεί που αφιέρωσε και αφιερώθηκε στην ιερωσύνη ως πρότυπο λειτουργού. Αλλοιώτικα γράμματα, εκείνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ! Ο χρόνος φθείρει μα δεν αλλοιώνει τους αγαπητικούς καιρούς. Στο πρόσωπο της μεγάλης αγωνίστριας στη ζωή του μακαριστού παπά Μανόλη, της Γεωργίας, τους πρόθυμους και φίλεργους γιους, τον Γιώργη τον Μανόλη, με τις αξιοσέβαστες και μορφωμένες οικογένειές τους.

Αποτελούν τους σταθμούς, τους δρόμους, όπως ο ίδιος έλεγε, τις μαρτυρίες του παπά Μανόλη, του Γεωργίου και της Αντιγόνης, το παράδειγμα για όλους μας. Μια ζωή, ένας αγώνας, στα μονοπάτια που ο ίδιος πίστευε, δεν ξεστράτισε ποτέ, μας άφησε τέλος απόκρυφες επιστολές, τα βιώματα για τον κόσμο που χωρίς  εκείνον δεν θα ξέραμε, για να τον θυμόμαστε πάντα. Κομμάτι της καρδιά μας του ανήκει, καντήλι προσευχής και μνήμης. Το χωριό, ο Ορθέ, οι χωριανοί όπου κι αν βρίσκονται, οφείλουν να θυμούνται.

Η Εκκλησία που τόσο τίμησε τον καταγράφει, όπως ο ίδιος έπραττε στο βραβείον των εκλεκτών μελών της. Σαν τον περίβολο που γέμιζε τα πανηγύρια με κόσμο, εκείνον που αντάμωσε δικαίως στην άνω πολιτεία. Αίωνια η μνήμη του!

* Ο Μανώλης Γ. Ανδρουλιδάκης είναι δρ.Φ. Διδάσκων στην Πατριαρχική Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης