Έρωτά μου! Θάλασσά μου,   που δεν έχεις τελειωμό.

……………………

Έρωτά μου!

Μοιάζεις όνειρο, μα είσαι αληθινό.

Όλα για τον έρωτα!

Για τα βράδια τ’ αξημέρωτα!

Όλα για τον έρωτα

που ομορφαίνει τη ζωή.

(Από τραγούδι με στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου)

«Έρως είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δυό σώματα». Πανάρχαια έκφραση σε λέξεις, από τον Αριστοτέλη. Νιώθω σαν ν’ ανοίγω ένα λεύκωμα – απ’ αυτά που μέσα του γράφονταν και απευθύνονταν στον κτήτορά του γνώμες, προτάσεις, ιδέες, απόψεις φίλων του και συμμαθητριών του, στην εφηβική εκείνη αξέχαστη ηλικία τους. Το κρίσιμο ερώτημα, που έμπαινε στην κορυφή της σελίδας, οδηγούσε σε άγνωστα μονοπάτια: «Τί είναι έρωτας;» Και οι περισσότερες απαντήσεις που εισέπραττε ο «κτήτωρ» χαρακτήριζαν τον έρωτα όπως τον λέει ο Μένκεν: «Θρίαμβο της φαντασίας επί της νοημοσύνης».

Αλλά τι τόσο ξαφνικά μας έπιασε να μιλάμε για τον έρωτα; Μα, πείτε μου, είναι ερώτηση αυτή, όταν και οι πέντε αισθήσεις, η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η γεύση, η αφή, δουλεύουν για το Εμπόριο, που τις αφιερώνει – με διαφόρων ειδών προϊόντα – μια κορυφαία Μέρα του: Τη Μέρα του Αγίου… Βαλαντωμού!

Και επειδή το βαλάντιο πρέπει να είναι βαρύ, βρέθηκε – από το Εμπόριο πάντα – ένας άγιος που, ντε και καλά, να έχει σχέση με τον Έρωτα και όχι με την αγάπη του Χριστού, την χριστιανική αγάπη. Ο άγιος που κληρώθηκε για το κοινό καλό, να προστατεύει και να ευνοεί όλους αυτούς που εκμυστηρεύονται τον έρωτά τους μόνο και μόνο χρησιμοποιώντας το όνομά του, λέγεται Βαλεντίνος. Λένε ότι ήταν κάποιος στη Ρώμη, ιερέας νομίζω, που βοηθούσε Χριστιανούς στην φριχτή εποχή των διωγμών τους.

Τελικά τον έπιασαν οι παγανιστές συμπολίτες του και μαρτύρησε, με  τη ζωή και το τέλος του να μην έχουν καμιά σχέση με τους σημερινούς ερωτευμένους, εκτός από τη μέρα της ταφής του που ήταν – καλά το μαντέψατε! – στις 14 Φεβρουαρίου, στη Μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, στη Μέρα του Έρωτα με τις καρδούλες και με τα φιογκάκια του Εμπορίου!

Βέβαια, τις πρώτες απολαυές τις είχαν εκείνοι οι ιερωμένοι – που καθιέρωσαν τον παλιό καλό συμπαραστάτη των πρώτων Χριστιανών – ως άγιο (Sanctus Valentinus) από το 496 και μετά. Από τότε μέχρι σήμερα, είναι τέτοια η δημοφιλία του, που έχουν προκύψει τριάντα διαφορετικοί Βαλεντίνοι! Ακόμη και οι μελετητές δεν είναι βέβαιοι σε ποιόν απ’ αυτούς τους τριάντα είναι αφιερωμένη η τωρινή Μέρα του Έρωτα.

Στην Ελλάδα ο Άγιος Βαλεντίνος δεν ήτανε και δεν είναι ποτέ στο επίσημο ορθόδοξο εορτολόγιο. Έτσι, η Μέρα των Ερωτευμένων έκανε την εισδοχή της, στα τέλη της δεκαετίας του Εβδομήντα, από τους εμπόρους που θα έβγαζαν κέρδος από αυτήν την ιστορία, με σοκολατάκια, με κάρτες, με λουλούδια, και – φυσικά – με πανάκριβα δώρα.

Δυο φορές η Ορθόδοξη Εκκλησία προσπάθησε να συνδέσει την Μέρα των Ερωτευμένων με ορθόδοξους αγίους (όπως, για παράδειγμα, το 1994 με τον Υάκινθο, κάθε 3 Ιουλίου, στον λιτό κυκλικό πέτρινο ναό του που είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.200 μέτρων πέρα στον Ψηλορείτη, στα Ανώγεια της Κρήτης) μεταφέροντας και την ημερομηνία της γιορτής. Ωστόσο, μια τέτοια προσπάθεια έπεσε στο κενό. Η «χάρη» του ονόματος του αγίου των Καθολικών Βαλεντίνου είχε ήδη φτάσει – από πολύ πιο πριν – έως στα λαϊκά μας τραγούδια: «Αχ Βαλεντίνα, αχ βρε τσαχπίνα!» θυμηθείτε τον Γιώργο Μητσάκη.

Ο έρωτας είναι ένας παράξενος συνδυασμός σκλαβιάς και ελευθερίας. Γιατί σε δένει στην ανάγκη να βιώσεις παθιασμένα αυτό που σου συμβαίνει, χωρίς τις προσταγές της λογικής. Κι αυτό είναι που, ταυτόχρονα, σε ελευθερώνει. Ο έρωτας που μοιάζει με τον ενθουσιασμό, αυτόν που ο Βίκτωρ Ουγκώ τον λέει πυρετό του μυαλού, κάνει «τα συναισθήματα να χορεύουν» σαν χαρά και σαν λύπη στον ερχομό μιας συνάντησης – που κλείνει μέσα της φόβους, ανασφάλειες, αδυναμίες.

Υπάρχουν άραγε και στην εποχή μας – εποχή βιασύνης και πρακτικότητας – άνθρωποι πρόθυμοι να προσφύγουν στις σελίδες της εφηβείας; Στην εποχή μας, που το ανέφικτο έγινε πλέον ανεμπόδιστα εφικτό; «Αν δυσπιστούσαμε» λέει ο Περάνθης στον πρόλογο της «Ερωτικής Ανθολογίας» του «θα ήταν σαν να αρνιόμασταν τον ίδιο τον έρωτα, που δεν αρκούν να τον καταργήσουν οι έστω εύκολες ερωτικές πραγματοποιήσεις. Γιατί ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτές, ίδιος από χιλιάδες χρόνια, δεν άλλαξε».

Για όσους μας, λοιπόν, τον περπατούμε, ο έρωτας εξακολουθεί να παραμένει η μεγάλη υπόθεση της ζωής μας. Η προσδοκία του δίνει χαρά στις άγουρες μέρες μας. Η παρουσία του καλλύνει την ανέμελη νεότητά μας. Η ανάμνησή του παρηγορεί την παρωχημένη ευτυχία μας. Η αντίληψη αγνοείται, εξοβελίζονται οι μικρές διαστάσεις και οι κοινές έννοιες, ο γύρω κόσμος περιφρονείται, η λογική – όπως είπαμε και πιο πάνω – εγκαταλείπεται.

Είναι η ώρα του πάθους! Είναι η ώρα που μας κάνει ασυλλόγιστα να φορτωνόμαστε ευθύνες, να εκστασιαζόμαστε μπροστά σε αρετές που συνήθως είναι ανύπαρκτες, να υποχωρούμε σε καταστάσεις που, αν ήμασταν έξω από τον χορό, θα τις καταδικάζαμε. Το σύμπαν ολόκληρο δεν δημιουργήθηκε παρά μόνο για εμάς τους δυό: Να ξεκρεμούμε τ’ αστέρια, ν’ ακούμε τα πουλιά, να σκεπάζουμε με λουλούδια το γυμνό σώμα του έρωτα. Στην καρδιά μας, τέτοιες στιγμές, υπάρχει πάντα η λαχτάρα για την αιωνιότητα.

Η κατάκτηση της αιωνιότητας γίνεται έμμεσα – με τη διαιώνιση του είδους. Αλλά υπάρχει και ο άμεσος τρόπος, για κάποιους ερωτευμένους που είναι θύματα του πάθους τους. Αντί να παρακάμψουν τον θάνατο, οδεύουν σ’ αυτόν. Επειδή ο χρόνος αντιπροσωπεύει μια ανελέητη απειλή για τον έρωτα, ο θάνατός τους αντιπροσωπεύει την άρνηση του χρόνου. Ο θάνατος γίνεται σύμμαχος του έρωτα. Αν υπάρχει μια συνέχεια, πέρα από την υλική μας υπόσταση, τότε οι ερωτευμένες ψυχές θα ζούνε μαζί στο διηνεκές… Γοητευτική φαντασίωση!

Χρειάζεται όμως πολύς γήινος έρωτας για να μετατραπεί σε απόφαση! Παραμένει άγνωστο, βέβαια, αν, όσοι πέρασαν κατευθείαν στον θάνατο, εξασφάλισαν την αιωνιότητα του έρωτά τους. Το μόνο σίγουρο είναι πως άφησαν πίσω τους παραδείγματα για να τροφοδοτούν την πλάνη εκείνων που τους αρέσει να πιστεύουνε σ’ αυτήν. Θα πω μόνο τέσσερα ζευγάρια ονομάτων από τον χώρο της παγκόσμιας Λογοτεχνίας: Πετράρχης και Λάουρα, Δάντης και Βεατρίκη, Ελίζαμπεθ Μπάρετ και Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα – υπαρκτοί οι τελευταίοι μέσα στον νου του Σαίξπηρ.

Και μιας και αναφέραμε τον Σαίξπηρ, λέει μέσα στο έργο του αυτό για το μεγάλο θέμα της ανταπόκρισης στον έρωτα: «Η αγάπη την αγάπη πάει να βρει με προθυμία, | σαν το παιδί που αφήνει δασκάλους και βιβλία. | Μα όταν η αγάπη την αγάπη παρατά, | σκυμμένη βαδίζει, σαν παιδί | που στο σχολειό πηγαίνει».

Εντούτοις, αν απομακρυνθούμε από την φιλολογία, ο έρωτας είναι πάντα ό,τι καθόρισε η επιστήμη: Είναι η γλυκύτερη και η σοφότερη επινόηση της Φύσης να παγιδεύει τα πλάσματά της στο πρόγραμμα της διαιώνισης. Ή, για να φανεί ακριβέστερα η σημερινή πραγματικότητα, η πιο επιτήδεια επινόηση των ανθρώπων να κρατούν, από τη διαδικασία της διαιώνισης, μόνο ό,τι αντιπροσωπεύει την ηδονή.

Κι έτσι είναι. Ενώ οι ξένες γλώσσες έχουν μία μόνο λέξη που χρησιμοποιούν για τις διαφορετικές της έννοιες, η «φιλοσοφική» ελληνική γλώσσα έχει δύο διαφορετικές λέξεις για τις διαφορετικές της έννοιες: Έρωτας και αγάπη. Δεν θα πούμε ποτέ μητρικός έρωτας ή χριστιανικός έρωτας. Εμείς οι Έλληνες θα τα πούμε αγάπη. Μια διαφορά όμως του έρωτα και της αγάπης ,όπως την αναφέρει κάποιος, είναι ότι «από αγάπη μπορεί και να πεθάνεις, από έρωτα μπορεί και να σκοτώσεις».

Δείτε πώς εξηγείται αυτό μέσα από μια παλιά κουβέντα της Όλγας Μπακομάρου με τον Δημήτρη Χορν: «Θυμήσου με | όταν θα φύγω μακρυά, πολύ μακρυά, | στη χώρα της σιωπής | όπου δεν θα μπορείς να με κρατάς απ’ το χέρι…» -Από πού ξεκινούν οι στίχοι αυτοί της Κριστίνας Ροσέτι και πού γυρεύουν να φτάσουν; Νομίζω πως περπατούν σε μιαν άβυσσο… Είναι ο πόνος και η χαρά, η γλυκύτητα και το πάθος. Η πλήρωση. Η γαλήνη και η μοναξιά. Η θυσία. Ο σπαραγμός. Η Αγάπη. -Εκεί μπορεί να φτάσει η Αγάπη! Μονάχα η Αγάπη! Ποτέ ο Έρωτας! -Τόσο πολύ διαφέρουν, λοιπόν;

Πείτε μου, τι είναι Έρωτας, τι είναι Αγάπη; -Ασφαλώς και διαφέρουν τόσο πολύ. Στον Έρωτα υπάρχει πάθος, ζήλια, υπάρχει εκδίκηση. Δεν θέλεις την ευτυχία του άλλου παρά μόνο μαζί σου, άρα θέλεις τη δική σου ευτυχία. Στην περίπτωση όμως της Αγάπης, ποθείς περισσότερο την ευτυχία του άλλου. Γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα ότι πάρα πολλοί άνθρωποι είναι ικανοί να ερωτευθούν, αλλά πολλοί λίγοι ν’ αγαπήσουν. Δηλαδή το ν’ αγαπάς για μένα σημαίνει τη λησμοσύνη του «εγώ».

Τότε αγαπάς πραγματικά, όταν το «εγώ» δεν προβάλλεται, αλλά δίνεσαι στον άλλον άνθρωπο, ενδιαφέρεσαι για την ευτυχία του – έστω κι αν η ευτυχία του αυτή είναι μακρυά από σένα. Στον Έρωτα δεν συμβαίνει ποτέ αυτό. Ο Έρωτας είναι άγριο πράγμα. Είναι πάθος, που περικλείει και το σεξ. Είναι μια μορφή του ενστίκτου της αναπαραγωγής. Όμως αυτή η πράξη, αυτή η επιδερμική επαφή των ανθρώπων δεν μπορεί να είναι το παν. Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι, δεν θέλω να πω ακριβώς ποιητές, αλλά τέλος πάντων δεν είναι πεζοί. Το απέδειξε ο Άνθρωπος απ’ την πρώτη στιγμή που βγήκε στον Κόσμο, δημιουργώντας τους Θεούς».

Ο κορεσμός της σαρκικής επιθυμίας, που κρύβεται μέσα στην έντονη έλξη, παραμένει το βασικό κίνητρο. Έρωτας δίχως επιθυμία δεν νοείται. Δίχως αισθησιακή απόλαυση, που να αναμένεται ή να πραγματοποιείται, έρωτας δεν διατηρείται. Αφαιρέστε από δυό ερωτευμένους αυτήν την δυνατότητα. Και θα δείτε πόσο εύκολα καταρρέει και όλη η ατμόσφαιρα «των ευγενών αισθημάτων», τα λουλούδια, τα δώρα.

Όταν, από την πρόθεση, το κίνητρο φτάνει στην πράξη, γίνεται αυτό που λέμε ερωτική ολοκλήρωση. Είναι το κορυφαίο σημείο της ερωτικής τροχιάς κι από κει και μετά αρχίζει η αναπόφευκτη κάμψη. Το απαγορευμένο παύει να είναι απαγορευμένο. Το δύσκολο έγινε εύκολο. Το απρόσιτο έγινε γνωστό. Η ερωτική κορύφωση δεν είναι πιά τίποτ’ άλλο, παρά η διαχωριστική γραμμή. Από την φαντασιώδη έξαρση περνάς στην περιοχή της απλής επανάληψης, για να φθαρείς στα μέρη της μονοτονίας. Επακόλουθό τους; Μια μικρή αποσύνθεση.

Το χρώμα της φαντασίας λιγοστεύει, αφήνοντας να φανεί γυμνή και τρομερά υποδεέστερη η πραγματικότητα. Το  ερωτικό είδωλο επανέρχεται στις φυσικές του διαστάσεις. Η δύναμη της μαγείας χάνεται. Η πειστικότητα – σαν να επιτέλεσε πιά τον προορισμό της – παύει να οιστρηλατεί. Τον χώρο που αδειάζει η φαντασία, τον γεμίζουν το λογικό και η πεζότητα. Η ύλη τώρα απωθεί, χορτασμένη πια. Όταν ο έρωτας θα έχει περάσει, θα τον ακολουθεί βραδυπορώντας ο κορεσμός – που κρατάει μι’ ανθοδέσμη από διαψεύσεις.

Είναι όμως, όλα αυτά που λέμε, ο κανόνας; Μάλλον – αφού το βεβαιώνουν οι εξαιρέσεις του. Υπάρχουν και μερικά στοιχεία μη υλικά, όσα τα εννοούμε λέγοντας εσωτερικός κόσμος, συναισθηματική ποιότητα. Η σύμπτωσή τους συγκροτεί το αντίδοτο του κορεσμού. Υπάρχουν, για να πούμε ένα παράδειγμα, και οι λεγόμενοι ευτυχισμένοι γάμοι που συνεχίζουνε τον έρωτα. Μόνο που δεν είναι πια έρωτας. Ξεγελώντας, έχουνε μεστώσει, στη σκιά του, η στοργή και η κατανόηση.

Μα, όσο διαρκεί… «όλα για τον έρωτα, που ομορφαίνει τη ζωή»! Και τελειώνω όπως πρέπει, με μια αρχή. Μια αρχή, για παράδειγμα, σε στίχους από το «Ειδύλλιο» του Γεώργιου Βιζυηνού: «Άφησε πλέον την δουλειά, | το κέντημά σου χάμου, | και μίλησέ μου μια σταλιά | και κάθισε κοντά μου. | Ως και η δύσκολη μαμά | κάτι δουλειά ’χε τάχα. | Βλέπεις, κι εκείνη προτιμά | να μείνουμε μονάχα. | Έλα, παράτα την δουλειά, | και πες μου δυό λογάκια. | Κοιτάς στο κλήμα δυό πουλιά | πώς ψάλλουν τραγουδάκια; | Δυό περιστέρια στην αυλή | πώς λεν τον έρωτά τους! | Το ένα τ’ άλλο τους φιλεί | και τρέμουν τα φτερά τους!».