Μεγάλωσα σε κείνες τις γειτονιές όπου η μορφή σου ζωγραφιζόνταν έντονα στις ψυχές των άλλων ανθρώπων από την μπογιά του ονόματός σου. Και επρόκειτο για ανθρώπους απλούς, εξαίρετους, χωρίς μεγάλη και ιδιαίτερη μόρφωση. Δεν υπήρχε πλούτος, μα ποτέ δεν ένιωσα φτωχός. Ίσως γιατί εκείνοι οι άνθρωποι, δεν ήταν φτωχοί. Ίσως γιατί ο πλούτος τους δεν ήταν το χρήμα. Κάτι άλλο ήταν. Μα ετούτο, εμείς τα παιδιά, δεν το γνωρίζαμε. Το αισθανόμασταν, το νιώθαμε, το μυρίζαμε τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, γιατί ήταν καλά κρυμμένο μέσα στις λαμαρινένιες γλάστρες με τους βασιλικούς.
Πέρασε καιρός, χρόνια. Φύγαν οι αγωνίες της επιβίωσης και της ζωής. Ήρεμος ένα απόγευμα, κατάλαβα από ποια εποχή και ποιους ανθρώπους προερχόμουν. Ήταν η γενιά των ανθρώπων της Κατοχής, που ήξεραν να απολαμβάνουν την αναπνοή κάποιων στιγμών γιατί γνώριζαν ότι ετούτες μπορούσαν να χαθούν κάθε λεπτό.
Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν με αγωνίες, λύπες, χαρές και διλήμματα. Δεν σε δίδασκαν με απλά λόγια, σε δίδασκαν με λέξεις ανάγλυφες, σκαλισμένες και πράξεις καθημερινές, βγαλμένες απ’ τα μπουκάλια των προβλημάτων τους.
Αυτοί μου μάθαν για την πατρίδα μου, τη θρησκεία μου, την Κρήτη μου, την πόλη μου. Αυτοί μού έμαθαν να ζυγιάζω, όσο μπορώ, και να μετρώ τους ανθρώπους, όχι τόσο απ’ τα λόγια τους αλλά απ’ τις πράξεις και τα έργα τους. Δεν με πίεσαν ούτε με κυνήγησαν ποτέ, να πιστέψω κάτι. Απλά μου το δώσαν μ’ ένα κουταλάκι του γλυκού, σαν το σπιτικό βύσσινο.
Αυτή η ζυγαριά που μου πρόσφεραν, πάντα στη ζωή μου με συντρόφεψε. Για άλλη μια φορά, αυτήν την ώρα κι αυτές τις μέρες, με μια γερμένη ζυγαριά, κουβαλώντας ένα ακράδαντο «πιστεύω» για την πόλη μου και για όλους εκείνους τους ανθρώπους που εκτιμώ, λαμβάνω μέρος σ’ έναν εκλογικό αγώνα, αυτοδιοικητικό, χωρίς ιδιοτέλεια.
Η ζυγαριά μου έχει γύρει προς το μέρος ενός ανθρώπου που προέρχεται από μια οικογένεια της οποίας το όνομα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης μου, το Ηράκλειο. Το όνομά του: Αλέξης Καλοκαιρινός. Η ιστορία του δεν είναι μόνο γραμμένη σε χαρτιά, αλλά σκαλίζεται αργά και σταθερά στις ψυχές μας.
Ποτέ δεν κρατήθηκε από τη φήμη του ονόματός του, και στους τρεις αιώνες που αυτό κυριαρχεί στην πόλη. Θα μπορούσε ο ίδιος να σταθεί σε ονόματα των προγόνων του, όπως του Λυσίμαχου Καλοκαιρινού, που ως υποπρόξενος της Μ. Βρετανίας θανατώθηκε απ’ τους Τούρκους, του Μίνωα Καλοκαιρινού, που πρώτος ανακάλυψε την Κνωσό και έδωσε το έναυσμα στον αρχαιολόγο σερ Άρθουρ Έβανς, για την περαιτέρω ανασκαφή του ανακτόρου.
Ούτε του δημάρχου Ανδρέα Καλοκαιρινού. Όλοι πρόσωπα που έγραψαν ένα μέρος της ιστορίας του τόπου. Δεν προσκολλήθηκε ούτε αγιοποίησε παρακαταθήκες, μα περπάτησε και σταμάτησε στο βλέμμα των απλών ανθρώπων, αόρατών μας πολλές φορές, και των αναγκών τους.Στους «Ιππής» του, ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι «πρέπει πρώτα να έχεις γίνει κωπηλάτης, πριν πάρεις στα χέρια σου το τιμόνι». Ο Αλέξης Καλοκαιρινός το έχει ήδη πράξει. Έντιμος άνθρωπος, δημιουργικός, καθηγητής Πανεπιστημίου σε θέσεις ευθύνης, μέλος της Διοίκησης των Ιδρυμάτων Καλοκαιρινού, Πρόεδρος της ΕΚΙΜ και στυλοβάτης του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης.
Έχω την εντύπωση ότι κρατάει μια παλέτα με ανεξίτηλα χρώματα, πολλά χρώματα, για να ζωγραφίσει μια πολιτεία, όπως θα τη θέλαμε όλοι εμείς, και ήδη έχει καταστρώσει, πάνω σε ένα τραπέζι, τα σχέδιά του για την κάλυψη των πολλαπλών και επειγουσών αναγκών της.
Πιστεύω ακράδαντα ότι εγώ που δίνω μια μάχη δίπλα του για τον Δήμο Ηρακλείου, όπως και οι συνυποψήφιοί μου, μα και πολλοί συμπολίτες, είμαστε τυχεροί που στεκόμαστε σε αυτή τη μάχη δίπλα του.