Κορυφαία μορφή των ευρωπαϊκών γραμμάτων είναι ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Δυστύχησε και πόνεσε ως άνθρωπος, αλλά το έργο του λάμπει και φωτίζει. Οδήγησε την τέχνη του μυθιστορήματος στο κορυφαίο βάθρο της ωριμότητας της και αποκάλυψε την ανθρώπινη ψυχή πολύ πιο καθαρά από τον Φρόιντ και τη μετέπειτα ψυχανάλυση.
Επηρέασε όλους τους μεγάλους δημιουργούς, ιδιαίτερα τον Νίτσε, που και εκείνος θέλησε να αρνηθεί την προηγούμενη φιλοσοφική σκέψη, αλλά και τον Καμύ, που άντλησε από εκείνον στοιχεία για να αποδεχτεί το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η αξία του έργου του παραμένει σταθερή και προφητικά αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση, που δύσκολα αλλάζει.
Το έργο του ευτύχησε να έχει στη γλώσσα μας έναν άξιο μεταφραστή, γι’ αυτό και παρά τις γλωσσικές μεταβολές δεν έχουν χάσει ακόμα την αξία οι μεταφράσεις του. Όμως, επειδή καμιά μετάφραση δεν αντικαθιστά το πρωτότυπο κάθε νέα προσπάθεια είναι επιθυμητή.
Από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ κυκλοφόρησε το έργο του «Σημειώσεις από το ΥΠΟΓΕΙΟ» μεταφρασμένο από την Ελένη Λαδιά που έχει πλούσιο δημιουργικό έργο. Έχει γράψει δοκίμια, μυθιστορήματα, διηγήματα και είναι η ίδια γοητευμένη από τον Ντοστογιέφσκι.
Γι’ αυτό και η μετάφρασή της είναι ένα έργο αγάπης και στοργής. Φιλόλογος η ίδια έχει γνώση και αίσθηση του νεοελληνικού λόγου και ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι δεν διαβάζει μια μετάφραση, αλλά ένα πρωτότυπο δημιούργημα.
Το ΥΠΟΓΕΙΟ είναι ισάξιο με τα μεγάλα έργα του Ρώσου συγγραφέα. Ισάξιο, αλλά διαφορετικό. Γιατί και τα πρόσωπα είναι λιγότερα αλλά και η δράση δεν εξελίσσεται στον εξωτερικό χώρο, αλλά αποτελεί μιαν εξομολόγηση ενός ανθρώπου που με αγωνία προσπαθεί να σκάψει και να βρει ένα σταθερό σημείο αναφοράς και να θεμελιώσει τη ζωή του.
Κι αυτό το σημείο δεν του το δίδει η λογική των πολλών. Αρνείται πεισματικά να δεχτεί ότι πάντα δύο επί δύο κάνει τέσσερα. Αγωνίζεται να βρει ένα άλλο αυταπόδεικτο αξίωμα που θα του επιτρέψει να συνυπάρξει αρμονικά με τους άλλους.
Τον πληγώνει η βεβαιότητά τους και ο εφησυχασμός τους. Αναζητεί τον σπερματικό λόγο και αναλώνεται κάνοντας πράξη τα αρχαία ρητά «ένδον σκάπτε» και «γνώθι σαυτόν».
Σαρκάζει τον εαυτό του, είναι ανίκανος ν’ αγαπήσει και όπως καταλήγει η Ελένη Λαδιά στο εξαιρετικό επίμετρο του έργου «έχασε βέβαια την πραγματική ζωή, αλλά έγινε ο προφήτης που προαναγγέλλει ένα νέο είδος ανθρώπου.
Του ανθρώπου με την ψυχολογική σκέψη, που είναι ο φορέας μιας υπερλογικής και καινούριας γλώσσας».
Ο αφηγητής με κάποια μελαγχολική διάθεση αυτοσυστήνεται στην αρχή του έργου με τα λόγια «είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος… είμαι ένας κακός άνθρωπος. Είμαι άχαρος άνθρωπος.» Προσπαθεί να συνυπάρξει με τους άλλους χωρίς να το κατορθώνει. Ιδιαίτερα συγκλονιστική είναι η συνάντηση με τη Λίζα μια κοπέλα ελευθερίων ηθών.
Όταν την πρωτοσυναντά εξαντλεί την προσπάθειά του κάνοντας κήρυγμα και δείχνοντάς της το σκοτεινό μέλλον που την περιμένει. Όταν όμως τον επισκέπτεται στο σπίτι του εκείνος ανίκανος να δείξει τρυφερότητα και αγάπη και να την στηρίξει, την αναγκάζει να φύγει τρομαγμένη. Θέλει κάπου να ακουμπήσει και η αγωνία του είναι η αγωνία του σημερινού ανθρώπου.
Το έργο καταλήγει με μια παραίτηση « Θα δυσκολευθούμε ακόμη να είμαστε και άνθρωποι, άνθρωποι με πραγματικό δικό μας σώμα και αίμα. Ντρεπόμαστε γι’ αυτό, το θεωρούμε καταισχύνη και προσπαθούμε να γίνουμε κάποια πρωτοφανή γενικού τύπου άτομα. Είμαστε νεκρογέννητοι κι από καιρό γεννιόμαστε από πατέρες που δεν ήταν ζωντανοί και τούτο μας αρέσει όλο και περισσότερο. Το βρίσκουμε του γούστου μας. Σύντομα θα επινοήσουμε πώς να γεννιόμαστε κάπως από μια ιδέα… 0μως αρκετά· δεν θέλω πια να γράφω μέσα απ΄ το υπόγειο».
Σήμερα που τα νέφη υψώνονται στον ορίζοντα της Ευρώπης και η βαρβαρότητα του πολέμου απειλεί τις ανθρώπινες αξίες, ο μεγάλος Ρώσος δημιουργός με τα έργα του δείχνει το άλλο πρόσωπο του Ρώσικου λαού, που δυστυχώς μια άφρονη ηγεσία τον οδηγεί στην κατηφόρα. Δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι συγχρόνως και θηρίο και Θεός.