Προλεγόμενα
Φίλε αναγνώστη, χρόνια σου πολλά και καλή χρονιά.
Το στιχούργημα που ακολουθεί είναι βέβαια απαισιόδοξο, αλλά διαβάζοντάς το δε θα ‘θελα, αν είσαι ηλικιωμένος, να απογοητευτείς όσα προβλήματα και αν βιώνεις, γιατί ο άνθρωπος όσο ζει, καλά ή κακά, πρέπει να ζει και να ελπίζει. Θα έλεγα ότι ο κύριος σκοπός του στιχουργήματός μου είναι να μας προετοιμάσει ψυχολογικά όλους, ηλικιωμένους και μη, γιατί και οι μη κάποτε θα γεράσουν, ώστε να δεχτούμε θαρραλέα και ήρεμα το φυσιολογικό και αναπόφευκτο βιολογικό μας τέλος. Κι εγώ, ο δημιουργός του στιχουργήματος, είμαι ογδοηκοντούτης μ’ ένα σωρό προβλήματα υγείας, αλλά “δεν το βάζω κάτω”.
Άλλοι της ηλικίας μου ή και μεγαλύτεροι μπορεί να έχουν λιγότερα προβλήματα ή και καθόλου. Αλλά και αυτοί θα φτάσουν κάποτε στο τέλος. Ας μην ξεχνάμε δε ότι ο άνθρωπος φοβάται το θάνατο, γιατί δεν γνωρίζει τι υπάρχει μετά απ’ αυτόν και ότι είναι λογικό όσο πλησιάζουμε προς την οριστική μας δύση, ο φόβος μας να μεγαλώνει.
Θα συμβούλευα, και τον εαυτό μου μαζί, να οπλιστούμε με θάρρος, αλλά και με την πίστη που χαρακτηρίζει τους αληθινούς χριστιανούς ότι ο θάνατος είναι η πόρτα που οδηγεί σε μια καλύτερη ζωή, όπως σωστά διατυπώνεται στο γεμάτο παρηγοριά και αισιοδοξία χριστιανικό μας δόγμα: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος Αμήν”.
- Ο ήλιος μου εσίμωσε
πολύ κοντά στη δύση
για τη βουτιά του τη στερνή,
μιας κι ύστερα θα σβήσει.
- Βλέπει στο βάθος, στο κενό,
ψυχρή, πυκνή μαυρίλα,
φοβάται, νιώθει ανήμπορος,
τον πιάνει ανατριχίλα.
- Κοιτάζει στον καθρέπτη του,
θωρεί τα γερατιά του,
θυμήθηκε τα νιάτα του
και πιάνεται η καρδιά του.
- Η λάμψη του, τι έγινε;
To φως; H ομορφιά του;
Σταφίδιασε η όψη του,
θόλωσαν τα μυαλά του.
- Θυμάται την κορμοστασιά
και το περπάτημά του,
το όμορφο τραγούδι του
και τα πυκνά μαλλιά του.
- Τώρα, τι του απόμεινε;
Η τρίποδη καμπούρα,
η γέρικη φαλάκρα του
και τ’ άφθονά του ούρα!
- Πονάνε οι αρθρώσεις του,
ζορίζετ’ η καρδιά του,
στένεψαν τα πνευμόνια του,
καθώς και τα νεφρά του.
- Τα μάτια, δεν τον βοηθούν,
αλλ’ ούτε και τ’ αυτιά του,
τα δόντια του, επέσανε,
τρέμουν τα μάγουλά του.
- Και σκέφτεται το θάνατο,
ζητά να τον λυτρώσει,
τις νύχτες τις ατέλειωτες
π’ αργεί να ξημερώσει.
- Τίποτα πια δεν ημπορεί
να γιάνει το κορμί του,
γι’ αυτό το Χάροντα καλεί
να πάρει την ψυχή του.
- Ήρθα! του λέει ο Χάροντας,
τι θέλεις από μένα;
-Λάθος, παιδί μου, άκουσες!
δε φώναξα εσένα…
- Ξερό, καημένε, δυστυχή
άδικα μαραζώνεις,
όταν θελήσει ο Θεός,
θα φύγεις, δε γλιτώνεις!
- Μοιάζεις με αυτοκίνητο,
παλιό, σακατεμένο,
που πάει για απόσυρση
και το ‘χουν ξεγραμμένο.
- Ξάπλωσε στο κρεβάτι σου,
γέρος, και μη φοβάσαι!
και ζήτα από το Θεό
να φύγεις, σαν κοιμάσαι!
*Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός και ειδικός πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών