Η Πολύμνια ήταν μια παλιά Αρχανιώτισσα γνωστή και αγαπητή στον περίγυρο της για το έξυπνο, σπινθηροβόλο πνεύμα της και τα σπαρταριστά και πρωτότυπα αστεία της.

Καταγόταν από μια μεγάλη οικογένεια, των Καλαθάκηδων. Κι η δική της η φαμελιά ήταν πολυμελής με οκτώ παιδιά. Η μάνα τους η Σαβούλα ή το Σαβώ είχε κάμει δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσανε μόνο τα οκτώ παιδιά. Η οικογένεια επειδή είχε μεγάλο σόι χρησιμοποιούσε τα λεγόμενα παρανόμια ή παρατσούκλια και μ’ αυτά τους έβρισκαν ευκολότερα. Έτσι η οικογένεια εκτός από Καλαθάκηδες λέγονταν και Μπιλιτάκηδες ή Μπιλίτηδες.

Ο πρωτότοκος, λοιπόν, γιος της οικογένειας ήταν ο Ιωάννης Καλαθάκης ή Μπιλιτογιάννης. Μετά όμως από τον πρωτότοκο δε ζούσαν τα παιδιά που γεννούσε η Σαβούλα, παρά πέθαιναν στη γέννα τους. Κατά το πνεύμα λοιπόν της εποχής πίστευαν ότι το πρώτο παιδί είχε «αδερφοδιώχτη». Δηλαδή άθελά του «έδιωχνε» τ’ αδέρφια του γι’ αυτό δε ζούσαν.

Έπρεπε λοιπόν για να εξορκίσουν το κακό να φουρνίσουν το παιδί στο φούρνο για να καεί o αδερφοδιώχτης, να γλιτώσουν τα επόμενα νεογέννητα. Άναψαν λοιπόν συμβολικά στην είσοδο του φούρνου ένα «αχινοποδάκι» και μετά έβαλαν μέσα το παιδί κι αρχίσανε να το ρωτούν: «Ήντα θες πιο καλά; Τον αδερφό σου ή τον αδερφοδιώχτη;». Αν το παιδί έλεγε: «τον αδερφό μου θέλω» εξουδετέρωναν το κακό. Αν όμως έλεγε: «τον αδερφοδιώχτη θέλω» τότε αλίμονο.

Το κακό συνεχιζόταν. «Φούρνισαν», λοιπόν, και τον Μπιλιτογιάννη κι είπε πως θέλει τον αδελφό του. Έτσι οι γέννες συνεχίστηκαν χωρίς απώλειες πια. Σ’ αυτό επάνω μάλιστα οι παλιοί αναφέρουν ένα ευτράπελο συμβάν. O Μπιλιτογιάννης είχε ένα αδερφό γνωστό στους ντόπιους, το Θεοχάρη που πιο μεγάλο χιουμοριστικό πνεύμα δε στάθηκε ποτέ στον τόπο. Αν και τα αδέρφια αυτά -όλα- είχαν λίγο πολύ το χάρισμα αυτό.

Όταν, λοιπόν, κάποτε τα δυο αδέλφια Μπιλιτογιάννης και Θεοχάρης είχαν μια έντονη λογομαχία για περιουσιακά θέματα, κάνει στο Θεοχάρη ο Μπιλιτογιάννης: «Δε φταις μωρέ εσύ μόνο εγώ που πήα και φουρνίστηκα για να σώσω τη φάτσα σου και με καις εδά σήμερο». Και του λέει και ο Θεοχάρης: «Δε φταις μωρέ εσύ που φουρνίστηκες μόνο φταίνε εκεινιά που εβάλανε στον πόρο του φούρνου μόνο ένα αχινοποδάκι και δεν εβάνανε όλη τη δεμαθιά να γλιτώσω κι εγώ απ’ όνομής σου, να μη με καις εδά.

Η ζωή σε κείνα τα χρόνια ήταν δύσκολη και κοπιαστική και οι δουλειές του σπιτιού βαριές και δυσβάσταχτες μαζί με τις «οξωτάρικες» δουλειές. Το Σαβώ κουραζόταν πάρα πολύ κι όταν μεγάλωναν λίγο τα παιδιά της τα έβαζε στις σκληρές δουλειές όλα θηλυκά κι αρσενικά. Κι ήταν: o Ιωάννης ή Μπιλιτογιάννης, ο Νικόλαος ή Ευρωπαίος, ο Θεοχάρης και ο Μπιλιτομανώλης και θηλυκές η Πολύμνια, η Αρετή Δουνδουλάκη, η Μαρία η Αγγελάκαινα και η πιο μικρή η Ευθυμία Μαρκομιχελάκη.

Όταν, λοιπόν, η Σαβούλα ανάτρεφε τα παιδιά της σαν καλοσειραδιασμένη μάνα που ήταν, μια Κυριακή της Μεγ. Σαρακοστής πήρε τα κορίτσια της να πάνε στην εκκλησία να λειτουργηθούν, να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν σαν καλές χριστιανές. Πάντα υπήρχαν δυο και τρεις ιερείς στην ενορία της Κωμόπολης. Ένας από αυτούς ήταν ο παλιός παπά Γιάννης Παπαϊωάννου, μεγάλος πνευματικός άνθρωπος και δάσκαλος μαζί (στις Κάτω Αρχάνες) που πέθανε το 1932. Ήταν και εξομολόγος στην εκκλησία. Πλησίασε πρώτη η μάνα των κοριτσιών, η Σαβούλα να εξομολογηθεί.

Σεβόταν τον παπά Γιάννη κι είχε θάρρος να του πει τα προβλήματά της και προπαντός τους κόπους της για τις βαριές σπιτικές φροντίδες της. Αν και ήταν ευκατάστατη οικογένεια, η άξια νοικοκυρά έκανε ό,τι μπορούσε για να… τσοντάρει στις οικογενειακές ανάγκες και ειδικά στην ετοιμασία των προικιών των τεσσάρων κοριτσιών της. Το αρχοντικό της, λοιπόν, που ήταν μεγάλο είχε κι ένα ωραίο μεγάλο κήπο στην προέκταση της όμορφης και γεμάτης με λουλούδια και πρασινάδες αυλής. Το πηγάδι απαραίτητο σε τέτοια σπίτια με την αντλία και τη στέρνα που τη γέμιζαν νερό για το πότισμα. Ή έβγαζαν το νερό με το γεράνι.

Η βοήθεια, λοιπόν, των παιδιών ήταν απαραίτητη και ειδικά των κοριτσιών που έμεναν πιο πολύ στο σπίτι. Θεώρησε, λοιπόν, η κουρασμένη μάνα ευκαιρία να παρακαλέσει τον εξομολόγο της να συστήσει στα κορίτσια της να τη βοηθούν περισσότερο στις δουλειές αν και ποτέ δε σταματούσαν. Ειδικά στον κήπο με την άντληση του νερού, το πότισμα, να «κόψουν» τα αυλάκια, να μαζέψουν τα κηπικά που πουλούσαν κι έτσι η μάνα είχε αρκετό χαρτζιλίκι για τα προικιά τους.

Λέει λοιπόν στον παπά η Σαβούλα: «Να σου δίδει ο Θεός την υγειά σου γέροντα, εδά που θα ξομολογήσεις τσι θυγατέρες μου πες τως να μου συντρέμουν πλια πολύ στσι δουλειές. Να φέρνουνε ξύλα από το βουνό, ν’ ανάφτουνε το φούρνο και το τζάκι, να βγάνουνε νερό να ποτίζουνε, να με ξεκουράζουνε μια σταλιά την κακομοίρα που έχω οχτώ κοπέλια…» Πράγματι ο παπάς όταν ήρθε η σειρά των κοριτσιών να εξομολογηθούν τους σύστησε με πατρικό ύφος: «Να πηγαίνετε παιδιά μου στο βουνό να φέρνετε ξύλα για τη φωτιά και το τζάκι, να ζυμώνετε, να βγάνετε νερό, να ποτίζετε, να μπουγαδιάζετε, να κόβετε τα αυλάκια και άλλα πολλά.

Τα είπε και στην Πολύμνια που εκείνη σαν πιο πονηρή κατάλαβε ότι οι αρμήνιες ήταν από τη μάνα της που τις πέρασε… στου παπά το στόμα. Ήρθε λοιπόν και η σειρά της και τη ρωτά ο παπάς αφού πρώτα της έκανε όλο τον πρόλογο για τις δουλειές. Και λέει με το νου της: («Εγώ δα σε καταστέσω δα μάνα που βάνεις φτίλια για αρμηνιές. Αλλά και σένα παπάª). Τη ρωτά λοιπόν: «Κόβεις τα αυλάκια, τέκνο μου;» «Ναι παπά μου» «Μαζώνεις τα κηπικά;» «Ναι παπά μου, κάθα ταχινή που τα πουλούμε». Κι έλεγε με το νου της ότι είχε αχαριστία η μάνα της γιατί οι δουλειές που έκανε ήταν πολλές και ασταμάτητες, νύχτα και μέρα.

Μετά τις αρμηνιές, o παπάς πέρασε στο κύριο μέρος του μυστηρίου της εξομολόγησης-τις αμαρτίες* και ρωτά την Πολύμνια:

-Δε μου λες τέκνο μου, κλέφτεις;  -Όι γέροντά μου, ποτέ μου στον αιώνα μου δεν κάνω τέθοια δουλειά.

-Πε μου τέκνο μου, πορνεύγεις; -Ήντα ‘ναι κειονά παπά μου, δεν το κατέχω.

-Πε μου παιδί μου βλαστημάς; -Εκειδά ήρθε η ώρα της Πολύμνιας και του απιλογάται:

-Βλαστημώ, παπά μου, κιαμήντα. Κάνω θαρρείς κι άλλη δουλειά;

Ο παπάς εγούρλωσε τα μάθια του.

Ρωτά: Κι ήντα βλαστημιές λες αθεόφοβη; -Να, λέω αναλεμά σε -γέροντα- οι διαόλοι να σε σηκώσουνε, γέροντα, πότε λίγο… και άλλα μπόλικα.

Του παπά τα γένια σηκωθήκανε ολόρθα από την έκπληξή του ν’ ακούει τις φοβερές για την αγιοσύνη του κουβέντες και της λέει με αυστηρή και δυνατή φωνή: Θεοκατάρατη, θα σε τιμωρήσει ο Θεός για την κακή σου γλώσσα.

Και αρπάζει την Πολύμνια από τις πλεξίδες της για να τη μαλώσει πιο αυστηρά. Προλαβαίνει όμως εκείνη και με ένα γερό ντάνισμα ξεφεύγει και «σπα όξω» κι άντε να την πιάσεις…

Οι αδελφές της που την περίμεναν σε μια γωνία, αρχίσανε ολοχάσκωτες τα σταυροκοπήματα…