(Διήγημα)

Η Αννούλα μια γλυκιά, συμπαθέστατη νεαρή καθηγήτρια, γεμάτη όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον της, ήταν αδιόριστη ακόμη.

Κόρη εκπαιδευτικών, δασκάλων, είχε γαλουχηθεί από τα τρυφερά της χρόνια, με όλα εκείνα τα χαρίσματα που λαχταρά για τα παιδιά του ο σωστός γονιός και τα εφοδιάζει ακούραστα με στοργή μεγάλη, σαν στηρίγματα της ζωής τους.

Μεγάλωνε, λοιπόν, η όμορφη Αννούλα με ευθύνη και πρόοδο άξια να κτίσει ένα ευτυχισμένο μέλλον. Και κατά «πως αρμηνεύει η φύση» που λέει και ο ποιητής του Ερωτόκριτου Βιτσέντζος Κορνάρος, είχε και το αίσθημά της στην καρδιά της την τρυφερή: ένα αντάξιο, συμπαθέστατο παλικάρι, νεαρό καθηγητή το Θεοχάρη του ίδιου επιστημονικού κλάδου της Φιλολογίας με ανάλογα πνευματικά προσόντα. Ήταν μάλιστα ήδη αρραβωνιασμένοι. Μεγάλο μυαλό και εξέλιξη θαυμαστή του νέου στην πορεία του, έγινε με τα χρόνια το καύχημα της Κρήτης. Άριστος Πανεπιστημιακός με συγγραφές και μελέτες σπουδαίες.

Από τους πρώτους στο Πανεπιστήμιο, πρώτος και αρχηγός σειράς στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (Σ.Ε.Α.Π.) στο Ηράκλειο, πήρε μάλιστα εν καιρώ από τη Σ.Ε.Α.Π. βράβευση πρωτιάς για την προσφορά του και την αξιοσύνη του, με δυο άλλους άξιους συναδέλφους του σε ειδική τιμητική εκδήλωση. Άξιο στήριγμά του, πάντα, η Αννούλα «του».

Έτσι, λοιπόν, το νεαρό ζευγάρι των φιλολόγων η υπηρεσία το διόρισε σε μια δροσόλουστη ιστορική Κωμόπολη να ξεκινήσουν μια όμορφη καριέρα με όλη την καλή θέληση και αγάπη στη νέα γενιά. Θέλανε να προσφέρουν για τη σπουδή των νεαρών μαθητών τους, όσα οι ίδιοι είχαν με προθυμία αποθησαυρίσει με τις δικές τους σπουδές.

Θαρρετά, λοιπόν, κι ελπιδοφόρα έφτασαν στον προορισμό τους και πήραν τη θέση της αποστολής τους σ’ ένα διδακτήριο επιβλητικό νεοκλασικό, πετρόχτιστο, παινάδι και στολίδι του τόπου ακόμη και σήμερα που στέκεται πάντα στην ίδια θέση αναπαλαιωμένο και αγέρωχο.

Το πανέμορφο ιστορικό κτίριο διαθέτει ευρύχωρες αίθουσες, γραφεία, άνετους διαδρόμους και πάνω στον όροφο μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων, ωραίο γραφείο με μπαλκόνι προς τον κεντρικό δρόμο, συμπληρωματικές αίθουσες διδασκαλίας και κάποιους χώρους βοηθητικούς. Η σκάλα εσωτερική διπλή, ευρύχωρη, με σίδερα επενδυμένα τα σκαλιά, ηχούν συθέμελα στο ζωηρό ανεβοκατέβασμα  των νεαρών υπάρξεων (τώρα διαθέτουν και σύγχρονο ασανσέρ).

Εκεί στον όροφο στεγαζόταν για πολλά χρόνια το Γυμνάσιο (ενιαίο τότε Γυμνάσιο – Λύκειο).

Στο ισόγειο στεγάζονταν τα δύο Δημοτικά Σχολεία Α΄ και Β΄ που λειτουργούσαν σαν ενιαίο σχολείο με δύο τμήματα η  κάθε τάξη, αλλά με δύο Διευθυντές και δύο αρχεία υπηρεσίας με διπλό Μαθητολόγιο, Γενικό Έλεγχο, Πιστοποιητικό Σπουδής και τα άλλα σχετικά βιβλία.

Δεν υπήρχαν τότε οι σημερινές ανέσεις και τα σύγχρονα μέσα διδασκαλίας που έχουν στη διάθεσή τους σήμερα διδάσκοντες και μαθητές. Αυτό όμως το καλαίσθητο κτίριο, δημιούργημα μιας άλλης εποχής -αρχών του 20ου   αιώνα- έχει στην πορεία της ιστορίας του, κάτι το μοναδικό. Συστέγαζε και φιλοξενούσε στον ιερό του χώρο, εκατοντάδες ψυχές. Την αφρόκρεμα της νεολαίας του τόπου για πολλά πολλά χρόνια. Ήταν μια μοναδική στοργική φωλιά για τα νιάτα και την ελπίδα του τόπου μα και για πολλούς έφηβους από τα κοντινά χωριά που έρχονταν με τα πόδια κάθε μέρα.

Και όλοι τους, μικροί μεγάλοι είχαν μεταξύ τους ένα δέσιμο ιερό, με σεβασμό, στοργή και αγάπη σα μέλη μιας τεράστιας οικογένειας, διδάσκοντες και διδασκόμενοι. Υπάρχει μεγάλο βιβλίο 540 σελίδων γραμμένο από τρεις δασκάλους του τόπου για την απίθανη αυτή «οικογενειακή» περίπτωση στα χρονικά της Παιδείας.

Ας αναφέρομε λίγα περιστατικά κατά την ανέγερσή του: κτιζόταν το σχολειό το… τεράστιο για την εποχή κτίριο και μάλιστα με πέτρες. Εκείνη την εποχή ο Δήμος κατά καιρούς φιλοξενούσε προσωπικότητες της Ιστορίας, των Γραμμάτων, της Πολιτικής σε ευκαιρίες επίσημες και σπουδαίες. Σα χώρο φιλοξενίας είχαν ένα μεγάλο αρχοντόσπιτο που οι φιλόξενοι ιδιοκτήτες του ένιωθαν τιμή και χαρά στην προσφορά τους αυτή. Σε μια από τις ευκαιρίες αυτές βρέθηκε στην Κωμόπολη φιλοξενούμενος ο Λογοτέχνης Στράτης Μυριβήλης.

Όπως βγήκε στο μικρό πέτρινο μπαλκόνι του απέναντι αρχοντικού που εφιλοξενείτο για να δει το χώρο, βρέθηκε μπροστά στο ανεγειρόμενο πέτρινο κτίριο που δεν είχε φτάσει ακόμα στα μισά του ύψους του. Το καμάρωσε με θαυμασμό για το μέγεθός του και ρώτησε: «Τι χτίζετε εδώ; Πανεπιστήμιο;» Και του απάντησαν «Όχι. Κτίζομε σχολείο για τα παιδιά μας. Για όλες τις τάξεις, από την Πρώτη ως την Έκτη». «Μπράβο σας πολύ ωραία. Η παιδεία μας θα ωφεληθεί…» και ωφελήθηκε πραγματικά, αφού στις μέρες μας στεγάζεται εκεί το ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ.

Στην εποχή μας τα δύο Δημοτικά, καθώς και το Γυμνάσιο-Λύκειο έχουν μεταστεγαστεί σε νέα σύγχρονα διδακτήρια. Δεν υπάρχει όμως πια η πολυάνθρωπη συνύπαρξη της νιότης του τόπου, ούτε η στενασιά του χώρου και της αυλής, μα ούτε και η στοργική θαλπωρή ενός χώρου αγαπημένου από χιλιάδες νεανικές υπάρξεις που πέρασαν από εκεί, αλλά δεν ξέχασαν…

Ας αναφέρομε όμως ακόμη κάτι σύντομο από την απέραντη ιστορία του σπουδαίου για τον τόπο αυτού κτιρίου που έχει τη θέση φρουρού, φύλακα και βοηθού των ανθρώπων του τόπου. Κι ας πάμε χρονικά λίγο μακρύτερα στα μετακατοχικά και μετεμφυλιακά χρόνια.

Οι πληγές όμως του τόπου με τις τόσες ανέχειες και συμφορές, δεν επουλώνονταν εύκολα. Η οικονομική δύναμη της Πατρίδας μας από ελάχιστη έως μηδενική. Πώς να ανακάμψει ο τόπος; Θυμάμαι, ήμουν μαθήτρια Γυμνασίου τότε μετά από τρία χρόνια στο ρημαγμένο Δημοτικό σχολείο που οι Γερμανοί το είχαν εντελώς ερειπώσει -πατώματα-κουφώματα-τζάμια- όλα σε θλιβερή κατάσταση. Μια δασκάλα του τότε προσωπικού, χωρίς να προσέξει πάτησε μια χαραμάδα του δαπέδου και το πόδι της κρύφτηκε μέσα μέχρι το γόνατο (Αικ. Κολομβοτσάκη). Με φωνές και αγωνία την απελευθέρωσαν….

Εκείνα τα δύσκολα χρόνια μαθήτρια εγώ στο ευλογημένο ημιγυμνάσιο (Γυμνασιακό Παράρτημα Α΄  Αρρένων Ηρακλείου) λεγόταν, σαν μαθητές…. φυτοζωούσαμε. αλλά οι αγιασμένοι και ευσυνείδητοι καθηγητές μας θυσίαζαν τα πάντα για να συμπληρώσουν κάποια από τα κενά μας. Και στο σημείο αυτό θεωρώ χρέος μου να θυμηθώ και να υπενθυμίσω με ευγνωμοσύνη την προσφορά του χωριανού μας φιλόλογου καθηγητή αείμνηστου Ευάγγελου Δασκαλάκη για τις θυσίες του!!!

Ακόμη και το πρωινό ρόφημα συσσιτίου μας ετοίμαζε πριν την πρώτη ώρα και το πίναμε στο α΄ διάλειμμα μαζί με ένα τριβιδάκι –σταφιδόψωμο που το λέγαμε «σεβεντούκο». Κι ακόμη το απίστευτο: Με δικό του φιλότιμο μας δίδασκε το μάθημα των Γαλλικών του Αναλυτικού Προγράμματος για να μη βρεθούμε αδαείς όσοι θα πηγαίναμε να συνεχίσομε σε σχολεία της πόλης. Κι ακόμη, ας αναφέρομε μια άλλη γενναία δική του πράξη. Σκέφτηκε και θέλησε να κάμει έλεγχο της τεράστιας κεραμοσκεπής και της ξυλείας της στέγης του σχολείου. Φέρνει, λοιπόν, μια μέρα μια μεγάλη ξύλινη ανεμόσκαλα και την τοποθετεί κοντά σ’ ένα άνοιγμα της οροφής κλεισμένο «προσωρινά» και αφημένο από κτίσεως του σχολείου γι’ αυτό το σκοπό του ελέγχου, παίρνει ένα φακό και εξαφανίζεται στο εσωτερικό κενό της οροφής. Ήλεγξε ένα ένα, όλα τα μεγάλα δοκάρια και δυστυχώς τα βρήκε όλα πριονισμένα και ετοιμόρροπα σε ώρα σεισμικής ανάγκης. Τέτοια «καλοσύνη» είχαν οι κατακτητές μας που θα εξαφάνιζαν άσπλαχνα τα νιάτα ακόμη και μετά τη … βίαιη αποχώρησή τους.

Πολύ σοβαρό το  θέμα έθεσε επί τάπητος στο λαό μας την ανάγκη αλλαγής της στέγης που πραγματοποιήθηκε αμέσως. Τότε ήταν που σκεπάστηκαν με ταράτσα τέσσερις αίθουσες, αντί κεραμοσκεπής που χρειάστηκαν και σα χώροι γυμναστικής στο πολυάνθρωπο σχολειό μας. Πώς να μη νιώθομε περίσσια ευγνωμοσύνη μνήμης σε τέτοιους ηρωικούς εκπαιδευτικούς μας;

Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον ιερό χώρο διορίστηκαν για πρώτη φορά οι δύο νεαροί και σπουδαίοι καθηγητές, ο Θεοχάρης και η Αννούλα. Κι ήταν πανέτοιμοι να αφοσιωθούν και να δώσουν τα πάντα στο έργο τους.

Η Αννούλα καταγόταν από το πλούσιο μεγαλοχώρι της Πεδιάδας και ήταν χωριανοί και γνωστοί με το σύζυγό μου. Οι γονείς της ήταν δάσκαλοί του στο Δημοτικό. Γι’ αυτό χάρηκε αφάνταστα όταν ήρθε, μαζί με τον καλό της και τους υποδέχτηκε εγκάρδια.

– Καλώς ορίσατε κι οι δυο Αννούλα μου σ’ αυτό τον τόπο, χαιρόμαστε που θα σας έχομε κοντά μας.

– Από δω ξεκινώ συμπλήρωσε εκείνη με χαμόγελο.

– Καλή σταδιοδρομία να ‘χεις και κάθε προκοπή στο έργο σου.

– Να ‘στε καλά και σεις με υγεία και επιτυχία στη ζωή σας.

Τη γνώρισα κι εγώ με χαρά τη γλυκιά Αννούλα ως σύζυγος του χωριανού της δασκάλου κι ένιωσα χαρά και περηφάνια που θα συνυπήρχαμε στο ίδιο κτήριο σχολείου, σε διαφορετικές βαθμίδες αλλά κοντά, για ένα κοινό όμορφο σκοπό.

– Πάω όμως τώρα, λέει η Αννούλα, έχω δουλειά δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας.

– Δουλειά; Τι δουλειά; Ρωτά ο χωριανός της.

– Να, θέλω ν’ ανάψω ένα κεράκι να με βοηθήσει η Χάρη Της στη δουλειά που αρχίζω σήμερα να τη φέρω εις πέρας αισίως. Κι έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού.

– Θα τη φέρεις άριστα εις πέρας, τη βεβαίωσε ο δάσκαλος. Το δείχνει η όλη συμπεριφορά σου…

Και κυλούσε ο καιρός. Τέσσερα χρόνια πέρασε στο σχολείο η καθηγήτρια Αννούλα και χάρισε απλόχερα στους μαθητές της με την αγάπη, την υπομονή και την απόλυτη ικανότητά της, μόρφωση και ευσυνειδησία. Ωφέλησε τον τόπο και το σχολείο της, τους μαθητές της που ακόμη τους θυμάται με αγάπη. Μα κι εκείνοι το ίδιο. Πρόκοψαν όλοι όπου κι αν επιδόθηκαν. Αρκετά ονόματα μαθητών της έγιναν τρανταχτά στην επιστήμη τους, όπως η κορυφαία φιλόλογος Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή, καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπως ο αδελφός της Νίκος Νικολουδάκης, Αστροφυσικός και άλλοι σημαντικοί επιστήμονες από άλλους κλάδους μα και σε επαγγέλματα επιτυχημένα κι έγιναν καύχημα για τον τόπο και την πρόοδο… Μακάρι να συνεχίζουν έτσι οι γενιές  χωρίς εμπόδια την όμορφη ζωή τους.

Και περνούσανε τα χρόνια… Συμπλήρωσε και η Αννούλα την υπηρεσία της και ήρθε η ώρα να αποχαιρετίσει τα σχολεία….

…Και μια μέρα όμορφη τη συνάντησα τυχαία στο δρόμο προς το σχολείο την Καθηγήτρια Αννούλα, την πάντα αγαπητή και καλή φίλη. Εγκάρδια χαιρετιστήκαμε ρωτώντας την πως έγινε και ξαναβρέθηκε στα παλιά της λημέρια. Μου λέει λοιπόν:

-Θυμάσαι την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ;

-Ναι θυμάμαι πολύ καλά.

-Θυμάσαι που πήγα;

-Ναι στην εκκλησία της Παναγίας για να την παρακαλέσεις για τη σταδιοδρομία σου.

– Ακριβώς. Ε, σήμερα λοιπόν, εκεί ξαναπηγαίνω, στην περάτωση αυτής της σταδιοδρομίας. Πηγαίνω να ανάψω το κεράκι μου πάλι και να της πω ένα μεγάλο ευχαριστώ που με βοήθησε στην πορεία μου, στη δουλειά μου, στην οικογένειά μου. Νιώθω απόλυτα επιτυχημένη και ευτυχισμένη για όλα…

Ε, τι μπορεί να πει κανείς για μια τέτοια κατάληξη και ικανοποίηση, στο τέλος μιας τόσο επιτυχημένης σταδιοδρομίας;

Τι να πρωτοθαυμάσεις; Τη χάρη του Θεού; Το δόσιμο της προστασίας Του; Ή ακόμη μαζί την εργατικότητα την άοκνη, την προσφορά την επιτυχημένη, το αποτέλεσμα το θαυμαστό!!!

Και όλα αυτά κάτω από τη σκέπη και τη στοργή της θείας Προστασίας!!!