Σούρουπο και θέλησα ν’ ανηφορίσω στον Ψηλορείτη, ν’ ανασάνω και να νιώσω ελεύθερη, να ταξιδέψω, να πατήσω τα κακοτράχαλα μονοπάτια του βουνού και να δω τους αητούς και τα γεράκια συντροφιά στα αεροταξίδια τους. Τις πέρδικες και τους λαγούς να κρύβονται πίσω από τα σκοίνα του βουνού και οι μυρωδιές από τα βότανα, το δίκταμο, το θυμάρι και το φασκόμηλο να μεθύσουν τις αισθήσεις μου.

Έφτασα ως το μοναστήρι της Αγ. Ειρήνης στον ορεινό Κρουσώνα. Ιερή σιωπή, κατάνυξη ψυχής και εσωτερικής ηρεμίας. Το λιβάνι και το κερί στο μανουάλι έκαναν τις μορφές των αγίων να κινούνται σε μια μεταφυσική σύναξη έτοιμη για το συλλείτουργο. Η αυλή – ώριον περιβόλι – οι μοναχές διατηρούν ένα παράδεισο πραγματικά ευωδίας και αγνότητας, ηρεμίας και αγαλλίασης.

Ψυχή μου ανάσανε όσο μπορείς, αέρα ζωής!

Βγαίνοντας από το μοναστήρι θέλησα ν’ ανηφορίσω πιο πάνω να δω τον ουρανό από την κορυφή, να “πιάσω” τα σύννεφα του νεφεληγερέτη Κρηταγενούς Δία, να νιώσω τη δύναμη των στοιχείων και ν’ αγγίξω Κρήτη.

Καρδιά μου νταγιάντα τόσες ομορφιές σ’ ένα τόπο!  Θείο δώρο. Τόση ενέργεια συσσωρευμένη σε μια χούφτα χώμα, μια συστάδα βοτάνων και χαμοσκοίνων και στων αγριμιών την ελευθερία δεν είναι τίποτα άλλο απλά το μυστικό μήνυμα του Θεού πως η ζωή συνεχίζεται, τίποτα δεν έχει χαθεί όταν έχεις τέτοιο τόπο που αρκεί ν’ απλώσεις το δάκτυλο σου για ν’ αγγίξεις τον γαλάζιο ουρανό. Ν’ ακούσεις την τρεμάμενη φωνή ενός σοφού Ολλανδού περιηγητή 90 ετών ν’ αργοσέρνει τις λέξεις από συγκίνηση, ότι όνειρό του ήταν να ‘ρθεί στο τόπο που γεννήθηκε ο Δίας πριν ν’ αναχωρήσει για το μακρινό ταξίδι.

Μαρία Πιτσικάκη

Οι σκέψεις μου ήταν τόσες και τα ταξίδια μου στο χρόνο άλλα τόσα που δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα στην αυλή του ξενώνα της αορίτισσας Μινωΐτισσας Μαρίας. – Ελάτε , ελάτε στο “Ξαθέρι” μου, μια ρακί ένα παγωμένο ποτήρι νερό από τον Ψηλορείτη,  βερίκοκα και μπόλικο ουρανό, ουρανό γη και θάλασσα. Ελάτε να σας κεράσω Κρήτη!

Ένιωσα μέσα μου να διασπώνται τα σωθικά μου και να ανασυντίθενται από την ενέργεια των λόγων της όμορφης, γοητευτικής οικοδέσποινας των ορέων. Σκέτος παράδεισος πάνω στην κορυφή, ίσως ένα μικρό καταφύγιο, ίσως η ελευθερία που αναζητούμε καιρό τώρα και δεν ξέρουμε πού να την ψάξουμε ούτε τι χρώμα έχει, ούτε πώς να της μιλήσουμε, ούτε πώς θα την αναγνωρίσουμε άμα τη συναντήσουμε.

Το νερό δρόσισε τα σωθικά μου, τη φλόγα που σαν λάβα ξεχείλιζε από μέσα μου. Το βερίκοκο με περίμενε στο δέντρο του βραχόκηπου και δίπλα ο “Μανόλης” – ο άγρυπνος κηπουρός τούτου του παράδεισου. Θα μου πείτε, υπάρχει κηπουρός σε τούτη τη κακοτράχαλη γη; Σε τούτη την κορυφή των αγριμιών και των μυρωδικών. Και βέβαια, σαν έχεις την Μινωΐτισσα, την αρχόντισσα κυρά  του “Ξαθεριού” των ορέων, να δίνει το όνομα σε μια κούκλα, να της δίνει πνοή, ρούχα και παπούτσια κι ένα πεζούλι για να ξαποστάσει από τις τόσες δουλειές…

Τι να πρωτοδώ  στ’ αλήθεια; Τους παραδοσιακούς χώρους σε τούτο τον ξενώνα, τους πίνακες φιλοτεχνημένους από την ίδια την κα Μαρία, τα βιβλία στα οποία έχει καταγράψει το απόσταγμα των εμπειριών και της γνώσης της ή τα βραβεία που της θυμίζουν τη γνωριμία με τον Μιτεράν – τον πρόεδρο της Γαλλίας -, τις ευρωπαϊκές συναντήσεις ή τις συναντήσεις με τις γυναίκες της Κρήτης ως πρέσβειρα της γυναικείας επιχειρηματικότητας… τι να πω; Τα λόγια μισά ίσως χωρίς καταλήξεις, γιατί οι καταλήξεις θυμίζουν ένα τέλος, το τέλος της κουβέντας ή της σκέψης, και μπροστά σε μια τέτοια γυναίκα δεν υπάρχει “κατάληξη” ούτε τέλος του λόγου, μόνο αρχή και πορεία.

Το “Ξαθέρι” των ορέων είναι το εκλεκτό όπως λένε οι γραφές, το τέλειο, το ύψιστο  δώρο του Κρηταγενούς Δία στην μάνα Κρήτη και η απάντηση  του Θεού στις τόσες προσδοκίες μας.

* Η Εύα Καπελλάκη – Κοντού είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος

Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studii di Napoli ‘Federico II”.