Όλα τα τραγικά που συμβαίνουν στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή έφεραν ξανά με έμφαση στην επιφάνεια εδώ, στη χώρα μας, το θέμα των προφητειών περί του «ξανθού γένους», που τάχα θα ελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη και θα την παραδώσει στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα από μέρους των Ελλήνων να χυθεί ούτε σταγόνα αίματος. Οι προφητείες αυτές αποδίδονται είτε στον όσιο Παΐσιο είτε σε διάφορους «γεροντάδες», Έλληνες ή μη, οι οποίοι με το προφητικό τους χάρισμα «βλέπουν» τα μελλούμενα, τα ανακοινώνουν στα πνευματικά τους τέκνα, τα οποία με τη σειρά τους τα δημοσιοποιούν.  Επ’ αυτού θα ήθελα να καταθέσω κάποιες προσωπικές σκέψεις.

Θα ξεκινήσω με την έννοια της προφητείας, έχοντας ως κέντρο του προβληματισμού μου τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Διαβάζοντας κανείς τα προφητικά λεγόμενα βιβλία της Π. Διαθήκης, συνειδητοποιεί ότι προφήτης δεν είναι μόνον αυτός που προλέγει, αλλά κυρίως αυτός που μιλάει αντί κάποιου άλλου. Περισσότερο, δηλαδή, θα τον ονομάζαμε αντι-φήτη. Γι’ αυτό και οι προφητείες ξεκινούν πάντα με τη φράση «Τάδε λέγει Κύριος». Οι προφήτες εμφανίζονται σε εποχές θρησκευτικής πτώσεως, ηθικής εξαχρειώσεως, κοινωνικής εκμεταλλεύσεως και σκληρής καταπιέσεως των φτωχών και αδυνάτων. Στον προφήτη Ιερεμία (5,30-31) π.χ. διαβάζουμε:

Φρικτά και φοβερά συμβαίνουν στη χώρα.

Οι προφήτες προφητεύουν ψεύδη,

οι ιερείς φροντίζουν  για το συμφέρον τους

κι ο λαός αυτά τα αγαπά!

Τι θα κάμετε όταν έλθει το τέλος όλων αυτών;

Οι προφήτες ανήγγελλαν το λόγο του Θεού, βάσει της Γραφής, ήταν οι φρουροί του θείου λόγου, ώστε ο λαός να μην εμμένει στην πτώση και την  αμαρτία. Ο αγώνας τους ήταν διμέτωπος: κατά της θρησκευτικής πτώσεως και κατά της ηθικής εκλύσεως, καθώς θεωρούσαν ότι τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη είναι προσβολή και του Θεού και του ανθρώπου. Για να θεραπευθεί η κατάσταση, ο προφήτης ζητεί την επιστροφή στο Θεό, που δεν είναι εκπλήρωση κάποιων τύπων θρησκευτικών αλλά εσωτερική μεταστροφή και μετάνοια, αλλαγή της καρδιάς, που θεωρείται το κέντρο της υπάρξεως και της εσωτερικής ζωής του ανθρώπου.

Επιστροφή στο Θεό είναι τελικά η επιτέλεση του καλού, έτσι ώστε αυτή να μην προσλάβει ένα θεωρητικό χαρακτήρα και η πίστη να μη μετατραπεί σε νεκρό τύπο. Ο προφήτης βλέπει τα πάντα υπό θρησκευτικό πρίσμα, σκοπός του είναι η ηθική και θρησκευτική μεταστροφή και αναγέννηση του ανθρώπου. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι προφητείες του για τα μέλλοντα.

Ο προφήτης προαισθάνεται το κακό που θα έλθει, βλέποντας τα παρόντα, τα οποία ερμηνεύει βάσει του λόγου του Θεού, χωρίς να αποκλείονται οι θεοφάνειες και οι αποκαλυπτικές εμπειρίες, που, ωστόσο, αποβλέπουν στη μετάνοια και τη σωτηρία του λαού του Θεού. Καμιά προφητεία δεν έχει «εθνικό» χαρακτήρα. Οι προφητείες έχουν χαρακτήρα θρησκευτικό και ηθικό και δεν υποδηλώνουν αυτόματες θεϊκές επεμβάσεις, ώστε να αλλάξουν τα πράγματα υπέρ του ενός ή του άλλου λαού. Οι προφήτες καλούν τους ανθρώπους να μετανοήσουν και να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Από αυτό εξαρτάται η περαιτέρω ιστορική (ατομική και συλλογική) πορεία τους.

Να προσθέσουμε, όμως, και κάτι ακόμη. Μετά τα προφητικά βιβλία της Π. Διαθήκης, το μόνο προφητικό βιβλίο της Κ. Διαθήκης είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, η ερμηνεία του οποίου είναι πολύ δύσκολη. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία υπήρξε πάντα προσεκτική απέναντι στο προφητικό φαινόμενο. Και στις επιστολές του Παύλου γίνεται αναφορά σε ανθρώπους που έχουν το προφητικό χάρισμα, αλλά και πάλι με την έννοια που ήδη δώσαμε.

Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε οι προφητείες περί του «ξανθού γένους» που ήλθε η ώρα να αλλάξει τα πράγματα υπέρ της Ελλάδας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μέγα ψεύδος. Ακούει κανείς διάφορους ανθρώπους, από πολιτικούς, μητροπολίτες (παράδειγμα ο μητροπολίτης Μόρφου), ιερείς και μοναχούς έως απλούς πολίτες, να λένε τα πιο απίθανα πράγματα σχετικά με τη δράση του ξανθού γένους και την «αγάπη» του για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Φαίνεται πως πάντα εμείς οι μικρομέγαλοι Έλληνες σκεφτόμαστε συναισθηματικά και ζούμε με ψευδαισθήσεις μεγαλείου, μπροστά στο οποίο οι μεγάλοι θα «κάμψουν το γόνυ» και θα μας παραδώσουν αμαχητί όσα θεωρούμε και ονειρευόμαστε πως μας ανήκουν.

Το μόνο που θα έλεγα είναι να διαβάσουν λίγο πιο προσεκτικά την ιστορία και εν προκειμένω την ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με την ομόδοξη  Ρωσία. Διότι αυτό το «ομόδοξον» είναι, ως φαίνεται, εκείνο που πιστεύουν ότι θα ωθήσει τη Ρωσία να μας προσφέρει «στο πιάτο» τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Δεν βλέπουν το πιο απλό: την αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά του Πατριαρχείου Μόσχας έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από το οποίο έλαβαν οι Ρώσοι όχι μόνο τον εκχριστιανισμό τους αλλά και την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας τους. Το ίδιο πράττει τώρα το πατριαρχείο Μόσχας και έναντι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ιδρύοντας, παράνομα και χωρίς κανένα σεβασμό στους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις των Εκκλησιών, εξαρχία της Ρωσικής Εκκλησίας στην Αφρική. Πρόκειται για έναν σαφώς «εκκλησιαστικό ιμπεριαλισμό», αν μου επιτρέπεται ο όρος.

Ανατρέχοντας στην ελληνική  ιστορία, πουθενά δεν θα βρούμε ουσιαστική στήριξη των ελληνικών συμφερόντων από πλευράς των Ρώσων. Είναι γνωστό ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εμφανίστηκαν οι  χρησμοί και οι προφητείες περί του «ξανθού γένους» που θα έδινε τέλος στην τουρκική δουλεία. Στα χρόνια του Μ. Πέτρου και της Μ. Αικατερίνης το γένος αυτό ταυτίστηκε με τους Ρώσους. Ο 18ος αιώνας υπήρξε καθοριστικός για τη διάδοση αυτών των προφητειών, οπότε ο «Αγαθάγγελος» και άλλα παρόμοια κείμενα γίνονται κατεξοχήν «απελευθερωτικά» αναγνώσματα. Ο 18ος αιώνας είναι και ο αιώνας που οι Ρώσοι μπαίνουν δυναμικά στην ιστορία, συνάπτουν σχέσεις με το Φανάρι και τους εκκλησιαστικούς κύκλους.

Αυτές οι προϋποθέσεις οδήγησαν τους υπόδουλους Έλληνες, με την υποκίνηση των Ρώσων,  στην επανάσταση του 1770, τα λεγόμενα «ορλωφικά», που κατέληξαν σε ήττα των Ελλήνων επαναστατών και σε εγκατάλειψή τους από τους Ρώσους, οι οποίοι είχαν πια συμμαχήσει με τους Οθωμανούς έναντι των Άγγλων.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι «ελευθερωτές» Ρώσοι χρησιμοποίησαν απλώς τους Έλληνες, για να ελέγξουν τα νησιά του Αιγαίου και το πέρασμα από τα Στενά του Βοσπόρου και όχι γιατί ήθελαν την ελευθερία της Ελλάδας (Δες Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, 1ος τόμος, σ. 115-149). Αλλά και κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821 οι Ρώσοι πάντα το δικό τους συμφέρον είχαν κατά νουν κι αν συνέβαλαν στην απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν γιατί αναγκάστηκαν ως μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Το ίδιο και κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν ο Κεμάλ συνήψε με τους μπολσεβίκους το Σύμφωνο Φιλίας (1921), λαμβάνοντας μεγάλη, στρατιωτική και οικονομική, βοήθεια από τη Ρωσία, την οποία χρησιμοποίησε για την εκδίωξη των Ελλήνων του Πόντου και της Μ. Ασίας.

Το συμπέρασμα είναι πως, αν θέλουμε να βοηθήσουμε την πατρίδα μας, η προφητολογία πρέπει να σταματήσει. Οι «προφητείες» για το «ξανθό γένος» κινούνται στο χώρο της φαντασίας και όχι της πραγματικότητας. Οι προφήτες της Π. Διαθήκης μάς λένε να αλλάξουμε τρόπο ζωής, να σκεφτούμε τα ουσιώδη της ζωής, να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει την ιστορία του, αν αλλάξει ο ίδιος. Διότι τότε μόνο τον βοηθά και η πίστη στο Θεό. Οι από μηχανής θεοί υπάρχουν στο θέατρο, όχι στην ιστορία. Για μας ο Θεός δρα στην ιστορία μέσω των ανθρώπων και δεν παρεμβαίνει με μαγικό τρόπο. Μόνο αλλάζοντας προσωπικά, μπορούμε να ψηλαφήσουμε τα ίχνη του Θεού στην ιστορία.