Στο έμπα*  του Μεραμπελιώτικου ομορφοχωριού της Φουρνής,  επήρε τ’ αμάτι μου το ξεχασμένο εργαλείο κι ήκαμα στάση επιτόπου. Ένα βίντσι!  Στην περιοχή εκεί νομίζω το λένε «ράγλο», ίσως από τη λέξη ράουλο. Το λεξικό το περιγράφει σαν μηχανή ή κατασκευή για την ανύψωση βαρών.  Χρόνια είχα να  συναντήσω τούτο το βγόδωμα* και η θέα του, ετσά παλιωμένο και σκουριασμένο που ήταν,  εμόλαρε το νου μου τα εμπρός οπίσω και  ήρχιξε το σεργιάνισμα στα παιδικά μου χρόνια…

Τότε που  εγλάκουνα* στη καλαμιά* και σπούσανε οι ορθές ράπες* αντί να καρφώνουνε στα ξυπόλυτα πόδια μου… Σκληρό πετσί οι πατούσες μου από την ξυπολυσιά*,  ήταν της ίδιας αντοχής με τον κώλο του φακίρη που κάθεται ατάραχος στα μυτερά καρφιά… Το καλοκαίρι ήταν μια ευκαιρία για  μένα και πολλά άλλα παιδιά της γενιάς μου, να κάνομε οικονομία στα παπούτσια, που χρειαζότανε, χωρίς τρύπες, καλύτερα το χειμώνα…

Τέτοια εποχή, Σεπτέμβρη και Οκτώβρη, μετά το μάζεμα της πατατοσοδειάς, μια σοβαρή  απασχόληση των Λασιωτών ήταν η ανόρυξη καινούργιων πηγαδιών και το ξελάσπωμα ή βάθεμα των παλιών για τις ανάγκες του ποτίσματος των καλλιεργειών την επόμενη χρονιά. Μόνο τέτοια εποχή ήταν δυνατές τέτοιες δουλειές, που ο υδάτινος υπόγειος ορίζοντας χαμήλωνε στο έδαφος και εγίνετο ευκολότερη και πιο ακίνδυνη η δουλειά στα βάθη της γης.

Το βίντσι ήταν καθοριστικό εργαλείο για  όλες αυτές τις εργασίες. Ραβδοσκόποι, πηγαϊδάδες, χτίστες, εργάτες, βουρλιά*, βίντσι, χοντρό σκοινί και  τζίγκινοι* κουβάδες,  ήταν από τα πιο απαραίτητα για να ανοίξει ένα καινούργιο πηγάδι στο κάμπο του Λασιθιού. Όμως το δυσκολότερο κομμάτι της όλης προσπάθειας ήταν, όταν οι πηγαϊδάδες συναντούσαν το νερό σκάβοντας το πάτο του πηγαδιού. Κατά την περιοχή, αυτό συνέβαινε κάπου εκεί  στα οκτώ μέτρα βάθος.

Τότε άρχιζε το πανηγύρι… Χαρές για τη δικαίωση της προσπάθειας και υπερένταση να γίνει άμεσα  η επένδυση του τοιχώματος με τσιμέντο (τη γνωστή καλουπιά), προτού διαβρωθεί το τοίχωμα και καταρρεύσει από την  άνοδο της στάθμης του νερού που πολλές φορές ήταν πολύ γρήγορη…

Σε κάθε χωριό υπήρχαν δυο- τρεις εξειδικευμένοι πηγαϊδάδες που αναλάμβαναν τη δουλειά στον πάτο του πηγαδιού, όταν αυτό βάθαινε και η κατάσταση γινόταν από δύσκολη μέχρι επικίνδυνη. Ήταν όμως και το μεροκάματο διπλό γι’ αυτούς, σε σχέση με τους εργάτες «επιφανείας» που απλά   ανέβαζαν με το  βίντσι τους κουβάδες με τα λασποχώματα από τον πάτο του πηγαδιού και τα μετέφεραν σε κοντινό χώρο σχηματίζοντας μικρούς σωρούς.

Στο χωριό τση μάνας μου εδέσποζε ένας μεσόκοπος καλοκάγαθος  τίμιος γίγαντας που είχε μοναδική αποστολή τα πιο σκληρά μεροκάματα, τις πιο δύσκολες δουλειές και  σταθερή απαίτηση αμοιβής, ανεξάρτητα από το βαθμό δυσκολίας ή το μέγεθος της δουλειάς: Για οποιοδήποτε μεροκάματο απαιτούσε, « τετρακόσα και μια φρίσα (ρέγγα)»…Είχε το παρατσούκλι «Ρολογάς» προφανώς «κατ’ευφημισμόν» της δουλειάς του ωρολογοποιού που απαιτεί λεπτά δάκτυλα,  εν αντιθέσει με αυτά του ήρωά μας, που έμοιαζαν τα δάκτυλά του με παιδικά χέρια…

-Ήτανε τέτοια εποχή, που κλήθηκε από τον Πετροδάσκαλο, να δουλέψει στον πάτο του καινούργιου πηγαδιού που έβγαζε στην περιοχή  «Αλώνες» στο κάμπο. Το συνεργείο είχε φθάσει τα εννέα μέτρα βάθος χωρίς να βρει το νερό, όμως επρομηνύετο πως την επόμενη μέρα θα το συναντούσαν και ήταν απαραίτητη η συνδρομή του χειροδύναμου γίγαντα Ρολογά, να προλάβουν να ρίξουν την καλουπιά με το τσιμέντο προτού γίνει ζημιά στο τοίχωμα.

Όλα ήταν σωστά προγραμματισμένα: ο Ρολογάς  στο πάτο του πηγαδιού με τον Ηράκλη, δυο χειροδύναμοι τσούμαροι στο βίντσι και στη μεταφορά των κουβάδων ο ίδιος ο Πετροδάσκαλος. Ο κύκλος δουλειάς ήταν: Σκάβει ο Ηράκλης στον πάτο, φτυαρίζει τα λασποχώματα ο Ρολογάς και γεμίζει τον κουβά που έχει κατέβει μπροστά του με το βίντσι.

Γυρίζουν οι τσούμαροι το βίντσι, ανεβαίνει ο γεμάτος κουβάς και κατεβαίνει με την ίδια κίνηση, ο άδειος για να τον ξαναγεμίσει ο Ρολογάς. Ο Πετροδάσκαλος πιάνει το γεμάτο κουβά και τον τραβά στο μποτζάλε* του πηγαδιού με το ένα χέρι, ενώ κρεμάει με το άλλο χέρι τον άδειο  στο γάντζο και αρχίζει η αντίστροφη κίνηση…

-Εκεί  έγινε το λάθος! Πάνω στο ζόρε ντου ξεκρέμασε-κρέμασε ο Πετροδάσκαλος τον κουβά, του ξέφυγε ο άδειος από το γάντζο και έφυγε βολίδα για τον πάτο σε ελεύθερη πτώση… Πανικόβλητοι οι τσούμαροι κι ο Πετροδάσκαλος, βάνουνε τσοι φωνές προειδοποίησης για τον Ηράκλη και το Ρολογά.

Έμπειρος και σβέλτος ο Ηράκλης σύρθηκε αστραπιαία στον τοίχο του πηγαδιού μα οι κινήσεις του Ρολογά ήταν αντίστοιχες του μυαλού του… έμεινε ακίνητος στη θέση του και δέχτηκε στην πλάτη τον άδειο κουβά, με τόση ορμή που ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα είχε σοβαρό τραυματισμό…

Ο γίγαντας όμως ούτε που πτοήθηκε… Πίστεψε πως κάποιος του έκανε αστείο με κάποια πετρούλα, όπως εσυνηθίζετο σε ανάλογες καταστάσεις και γυρίζοντας το βλέμμα του προς τη κορυφή του πηγαδιού, έβαλε τις φωνές:  «Μωρέ δαιμόνοι, ποιος τρεζός κάνει τέτοια ώρα αστεία με τα χαλικάκια; Άι σιχτίρι κερατάδες»…

Λεξάρι:

*έμπα του χωριού: είσοδος του χωριού.

*βγόδωμα: εργαλείο

*εγλάκουνα: έτρεχα

*καλαμιά: θερισμένο χωράφι από τα σιτηρά

*ράπες:  υπόλοιπα από τα  στάχυα που δεν κόβονται με το θερισμό

*ξυπολυσιά: χωρίς παπούτσια

*βουρλιά: χοντρό σχοινί από φυτικές ίνες (βούρλα)

*τσίγκινο: από τσίγκο

*μποτζάλε πηγαδιού: η κορυφή του ανοίγματος, τα χείλη του πηγαδιού