Η Βιαννίτισα Μαρία Χλειουνάκη-Μαστρογιωργάκη και η εθνομουσικολόγος Άννα Παπαγιαννάκη-Διβανή, στο παρόν πόνημα, συνοδοιπορούν, αλληλεπιδρούν και συνταιριάζουν τις προσωπικές μνήμες της μουσικοχορευτικής παράδοσης της Επαρχίας Βιάννου (η πρώτη) με την επιστημονική ανάλυση των πληροφοριών και των πηγών (η δεύτερη).
Η συγγραφέας Μαρία Χλειουνάκη-Μαστρογιωργάκη χρησιμοποιεί ένα διακριτό χρονικό άξονα, ο οποίος αρχίζει από τα μέσα του 19ου αιώνα και φτάνει μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Σημαντικοί σταθμοί της αφήγησης είναι ο τυφλός λυράρης Αλεξανδρής («Πατούχας», 1892), πρόσωπο υπαρκτό, ο λυράρης Πέτρος Θεοδοσάκης, ενώ ξεχωριστή θέση στην βιαννίτικη μουσική παράδοση καταλαμβάνουν δυο μουσουλμάνοι Κρήτες από την Ανατολή Ιεράπετρας, ο Μουσταφά Αριφάκης και ο Γεσήρ Αλή ο Ανατολιώτης (αρχές 20ου αιώνα).
Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι το 1930 το βασικό μουσικό όργανο στην Επαρχία Βιάννου ήταν η λύρα, ενώ από το 1930 περίπου ήρθε το βιολί με τον Νίνο Κουσκουμπεκάκη ή Καζανάκι, όπως και οι περίφημες κοντυλιές του Καλογερίδη.Βασικά όργανα συνοδείας ήταν το μαντολίνο, η ασκομαντούρα, το φθιαμπόλι, το ακορντεόν και η μοναδική νουνούρα (άδειο κέλυφος χοντροχοχλιού με μια μεμβράνη στο οπίσθιο στόμιο που δημιουργείται από τον μουσικό, ως πνευστό όργανο).
Την περίοδο του Μεσοπολέμου μεσουράνησαν διάφοροι βιολιστές με σημαντικότερο τον Νίκο Καρτσάκη ή Σαββαντωνιό, ενώ οι χοροί που χορεύονταν στα πανηγύρια ήταν ο σιγανός, ο πηδηχτός, ο ζερβόδεξος και από τους ευρωπαϊκούς η πόλκα (μπόλκα).
Στα μεταπολεμικά μουσικά δρώμενα ξεχωρίζουν οι βιολιστές Μύρων Κουτρουμπάς και Μιχάλης Κουσκουμπεκάκης, καθώς και ο Πεδιαδίτης Ηρακλής Σταυρουλάκης και ο Δημήτρης Δροσατάκης ή Νταντάλας (λύρα). Μαζί με τους προηγούμενους χορούς εμφανίζονται το βαλς και το ταγκό, ενώ οι χοροεσπερίδες δίνουν και παίρνουν.
Εδώ πρέπει να τονιστεί η παντοτινή παρουσία της βιαννίτικης καντάδας σε όλες τις χρονικές περιόδους της παρούσας μελέτης. Η ευγενική βιαννίτικη ψυχή εμπνέεται από το φυσικό κάλλος του γενέθλιου τόπου της και υμνεί με μοναδικό τρόπο τον έρωτα και τις χαρές της ζωής. Η καντάδα είναι το σήμα κατατεθέν της Βιάννου και σκοποί, όπως η «Στραταρίδα», ο «Φλισκούνης» κ.ά. αποτελούν μουσικούς κώδικες επικοινωνίας των Βιαννιτών τόσο μεταξύ τους όσο και με τον τόπο τους.
Η εθνομουσικολόγος Άννα Παπαγιαννάκη-Διβανή, στο παρόν έργο, αναλύει την αφήγηση με επιστημονική εμβρίθεια, προσωπικό μεράκι και ανεξάντλητη υπομονή αποτυπώνοντας με μεγάλη επιτυχία το παραδοσιακό βιαννίτικο μουσικοχορευτικό παλίμψηστο του 19ου και 20ού αιώνα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρατίθενται ο «Ύμνος της Βιάννου» του Ευριπίδη Πλαγιωτάκη στη μνήμη των 400 εκτελεσθέντων κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής (1943) και παλιά άρθρα με θέμα τη βιαννίτικη μουσική από την ιστορική τοπική εφημερίδα «Βιαννίτικα Νέα». Επίσης, το βιβλίο (το πρώτο βιβλίο για την μουσική της Βιάννου) πλαισιώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό και συνοδεύεται από ένα ψηφιακό δίσκο με 17 μουσικά κομμάτια παραδοσιακής βιαννίτικης μουσικής.
Η Μαρία Χλειουνάκη-Μαστρογιωργάκη, με την γλαφυρή αφήγηση και τη ζωντανή της γλώσσα, υπενθυμίζει στον αναγνώστη την Βιάννο, τον τόπο που σμίγει το κύμα με το φεγγάρι, η κοντυλιά με τον πηδηχτό και η καντάδα με τον έρωτα. Εκεί, στου Γέρο-Πλάτανου τη φυλλωσιά που το μαντολίνο γλυκολαλεί μελωδίες μαγικές από αλλοτινούς καιρούς και το βιολί ανιστορεί ξελησμονημένες αγάπες και πόνους απ’ την πικρή ζωή…
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος