Ο Μένιος (χαϊδευτικό του Μενέλαος) είναι ένα άκακο ανθρωπάκι. Είναι παλιός μαθητής μου από τότε που υπηρετούσα στην Θεσσαλονίκη. Τώρα μένει στην Αθήνα. Έχει σύζυγο Αθηναία, νοικοκυρά μεν, αλλά φωνακλού και αυταρχική που του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι. Ήρθε να μας δει στο ξενοδοχείο όπου για λίγες μέρες μείναμε τον μήνα που πέρασε. Μου διηγούνταν.
«Εκείνη την μέρα είχε πολλή κίνηση στην Αθήνα εξαιτίας της απεργίας των εργαζομένων στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Κυκλοφοριακή συμφόρηση παντού. Δέκα η ώρα το πρωί, ώρα αιχμής, βγήκαμε με το αυτοκίνητό μας να πάμε στον γιατρό. Είχαμε ορίσει ραντεβού.
Έχω πρόβλημα με τα αιματολογικά μου: φερριτίνη, αιμοσφαιρίνη, αιματοκρίτης, ερυθρά αιμοσφαίρια… όλα παρουσιάζουν πρόβλημα. Στη λεωφόρο Κηφισίας, σε διασταύρωση, σταμάτησα πρώτος μπροστά σε φανάρι που άναψε κόκκινο. Έβγαλα τα γυαλιά μου να τα σκουπίσω μια στιγμή (είναι κοντός, φαλακρός και γυαλάκιας ο φουκαράς.
Η γυναίκα του είναι πιο ψηλή από αυτόν). Ενώ ακόμη τα καθάριζα, άναψε το πράσινο. Ώσπου να φορέσω όμως τα γυαλιά μου, να βάλω ταχύτητα και να ξεκινήσω, πέρασε η ώρα και άναψε ξανά το κόκκινο. Οι από πίσω μου οδηγοί άρχισαν να χειρονομούν και να βρίζουν. Η γυναίκα μου, αντί να με ηρεμήσει, μου φώναζε κι αυτή.
-Μπροστά στο φανάρι σκέφτηκες να καθαρίσεις τα γυαλιά σου; Αντί να έχεις βάλει πρώτη και να πατάς συμπλέκτη για να ξεκινήσεις αμέσως…
-Ένα σκουπιδάκι, βρε γυναίκα, στον αριστερό φακό με ενοχλούσε, με εμπόδιζε να δω καθαρά…
Στο μεταξύ άναψε ξανά το πράσινο και εμείς καβγαδίζαμε.
-Πράσινο, ρεεεε! φώναζαν οι από πίσω.
Σαστισμένος, με τρεμάμενα χέρια, προσπάθησα να βάλω ταχύτητα. Αντί όμως για πρώτη, μπήκε τρίτη, πάτησα γκάζι, η μηχανή έσβησε… Ώσπου να ξαναβάλω πρώτη, άναψε ξανά κόκκινο. Συγχυσμένος εγώ, μέσα στις φωνές και στις βρισιές δεν το πρόσεξα και ξεκίνησα. Όμως ένας άλλος από τα δεξιά της διασταύρωσης που ερχόταν με φόρα κανονικά, με πράσινο, έπεσε με τη μούρη επάνω στον κώ… στο πίσω μέρος του δικού μας αυτοκινήτου. Στριφογύρισε σαν σβούρα το αυτοκίνητό μας επάνω στην άσφαλτο της διασταύρωσης… Δυστύχημα!
Ευτυχώς και εμείς και ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου βγήκαμε σώοι από τα οχήματά μας. Ούτε γρατζουνιά δεν είχαμε. Μόνο υλικές ζημιές. Φωνές, κορναρίσματα, βρισιές, τροχονόμοι… Ζαλίστηκα ο φουκαράς και κοίταζα σαν χαζός το τρακαρισμένο αυτοκίνητό μας. Το μόνο που θυμάμαι είναι η γκρίνια της γυναίκας μου που καταριόταν την τύχη της γιατί δεν έχει πάρει δίπλωμα να οδηγεί η ίδια.
– Χάνομε και το ραντεβού με τον γιατρό, μουρμούρισα μέσα στην παραζάλη μου. Αυτό μου ήρθε στον νου εκείνη την στιγμή.
– Αυτό σκέφτεσαι τώρα; μου φώναξε η κυρά μου εξαγριωμένη.
Όταν οδηγώ, όλο σφάλματα βρίσκει και λέει ότι τρομάζει και μου φωνάζει και με κάνει να τα χάνω.
Για να δικαιολογήσω κάπως την γυναίκα του και να τον ηρεμήσω, του απάντησα.
-Και εγώ, όταν οδηγώ ο ίδιος, δεν φοβάμαι. Έχω αυτοπεποίθηση και μερικές φορές αναπτύσσω και υπερβολική ταχύτητα. Η γυναίκα μου φοβάται και διαμαρτύρεται. Όταν, όμως, οδηγεί άλλος, και βλέπω να μην προσέχει και να τρέχει, φοβάμαι, αλλά δεν μιλώ. Σφίγγομαι στην θέση μου και κάνω υπομονή.
Στο μεταξύ η γυναίκα του από το διπλανό κομμωτήριο, όπου είχε πάει, ήρθε με ένα φουντωτό χτένισμα. Και οι δυο το βουλώσαμε και προσποιηθήκαμε ότι μιλούσαμε για άλλα θέματα.
-Κάθισε, Καλυψώ. Τι να σου προσφέρομε; την ρωτούσε η δική μου.
-Αχ, σας παρακαλώ, μη με λέτε Καλυψώ. Κάλια να με φωνάζετε…