Ψιθυρίζουν άραγε τα αντικείμενα;
Μπορούν να πουν ιστορίες;
Να περπατήσουν τους δρόμους της μνήμης;
Να συλλέξουν στιγμές ιστορίας και πολιτισμού;
Σίγουρα μπορούν!
Το τραπέζι της γιαγιάς της Μαρίας προστέθηκε στο σκηνικό της παιδικότητάς μου όταν η μάνα έψαχνε αντικείμενα από το πατρικό της σπίτι στην Παναγιά, ένα μικρό πανέμορφο χωριουδάκι κοντά στον Ζαρό.
Το σπίτι εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο πολλά χρόνια,χωρίς δώματα και χωρίσματα, με ριζωμένα δέντρα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πέτρες του.
Ρώτησε και της είπαν ότι ένα τραπέζι που υπήρχε στο σπίτι το είχε πάρει μια γειτόνισσα.
Έτρεξε αμέσως η μάνα…
«Είναι της μάνας μου» είπε.
«Το Θέλω».
Και το πήρε.
Το έφερε στο πόρτεγο,όπως το λέει ακόμα, του σπιτιού μας.
Σ’αυτό το τραπέζι ζύμωνε το νοστιμότερο ψωμί της Κρήτης.
Τα κουλούρια της χαράς, του γάμου, της βάπτισης, που εκτελούσαν χρέη ψωμιού κι ας είχαν ζάχαρη μέσα. Έπρεπε να είναι γλυκά όπως η στιγμή!
Αμέτρητα γαμοκούλουρα πλάσθηκαν σε εκείνο το τραπέζι για τις δικές μας χαρές!
Κάποια στιγμή η μάνα σταμάτησε να ζυμώνει και το τραπέζι στιβάχτηκε μαζί με αλλα αντικείμενα σε μια γωνιά του πόρτεγου,με κομμάτια από τη ζύμη της χαράς ξεραμένα πάνω του.
Και τώρα έρχεται η δική μου η σειρά…
Έψαχνα παλιά αντικείμενα φορτωμένα μνήμες και συναισθήματα.
Το τραπέζι της γιαγιάς ήταν όμορφο γιατί ήταν της γιαγιάς.
Άρχισα να το φτιάχνω, να το φέρω στα μέτρα της αισθητικής μου…
-Θα σου πω την ιστορία αυτού του τραπεζιού.
Μου είπε η μάνα μια μέρα που έτριβα με γυαλόχαρτο τα πόδια του.
-Την ξέρω μαμά…Ήταν της γιαγιάς, το πήρες μέσα από τα χέρια της γειτόνισσας που….
-Οχι, δεν είναι αυτή η ιστορία του. Την ιστορία του δεν την έζησα εγώ την άκουσα από τη γιαγιά σου.
Αφήνω κάτω τα γυαλόχαρτα και τα χρώματα.
Κάτι όμορφο ετοιμαζόταν να απογυμνωθεί να τριφτεί μαζί με τις μπογιές.
– Αυτό το τραπέζι ήταν προίκα της γιαγιάς σου, το έφτιαξε στον γάμο της.
Δεν ήταν πολλά χρόνια παντρεμένη όταν ήρθε ο πόλεμος του ’40.
Οι Γερμανοί ήρθαν και στην Παναγιά και έπαιρναν τραπέζια και άλλα έπιπλα από τα σπίτια.
Στα τραπέζια έκοβαν τα πόδια για να μπορούν να τρώνε καθισμένοι στο πάτωμα.
Έτσι ήρθαν και στο σπίτι μας και ζήτησαν το τραπέζι.
Η γιαγιά σου όμως εκείνη την εποχή έφτιαχνε μετάξι από μεταξοσκώληκες και είχε βάλει τους μεταξοσκώληκες πάνω στο τραπέζι.
Όταν οι Γερμανοί ξεσκέπασαν το σεντόνι που ηταν σκεπασμένο και είδαν τα σκουλήκια ξαφνιάστηκαν με το αηδιαστικό θέαμα και έφυγαν…
Σήμερα από το τραπέζι της γιαγιάς ξεστρώθηκαν τα υφαντά οι ζύμες και τα μετάξια.
Στολίστηκε με ρακές, πίτες και γλυκά.
Στολίστηκε με εγγονές και δισέγγονες.
Και ένα κουβάρι γεμάτο μνήμες και αλήθειες άρχισαν να ξετυλίγονται και το κουβάρι άλλαζε χέρια, γυναικεία χέρια, απαλά, που κρατούσαν περίτεχνες ζωές και μυστικά κρυμμένα. Μπλέχτηκε το κουβάρι με τους μεταξοσκώληκες, με γέλια και με δάκρυα, και ξεσκεπάστηκε το σεντόνι με τις αναμνήσεις της γιαγιάς.
Η γιαγιά, δεν μπορεί, κάπου εκεί θα ήταν ,ψηλή ,μαυροφορεμένη με μια ποδιά γεμάτη καρύδια και καραμέλες κανέλας.
Η γιαγιά που κρατεί την άκρη του κουβαριού και μας τυλίγει γύρω της να ακούσουμε τους Γερμανούς να χτυπούν την πόρτα, να ακούσουμε τον χτύπο της καρδιάς της, να δούμε το στοιχειό του σπιτιού, τα προικιά των θυγατέρων της, τη μοναξιά της, τις πέτρες που κατρακυλούν από τους τοίχους.
Δένει την κλωστή στην παλάμη της και φεύγει… νήματα έχει αφήσει στο τραπέζι, τραγούδια στις μνήμες μας και χάδι στις γωνίες μας.
Γιαγιά μου!Γιαγιά μας!