Δεκαετία του εξήντα, τα δύο τρία του λαού μας στην πολιτική προσφυγιά, την «υποχρεωτική μετανάστευση» και τους φυλακισμένους κομμουνιστές και δημοκράτες, η Δολοφονία του Λαμπράκη, του Σωτήρη Πέτρουλα, του Νικηφορίδη, το 114 κι οι μεγαλειώδεις και απεργίες, αντι να φέρουν περισσότερη δημοκρατία, καλυτέρευση των συνθηκών ζωής, τα αστικά κόμματα, χέρι με χέρι με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, άνοιγαν το δρόμο για για μια νεα δικτατορία και ένα ζοφερό μέλλον.
Το Ηράκλειο, η πιο πλούσια πόλη της Κρήτης, ήταν κι αυτή στην ίδια μοίρα, από την μια η χλιδή, κυρίως με αυτούς, που ασχολιόταν με την σταφίδα, μεγαλοπαραγωγούς σταφιδεργοστασιάρχες και σταφιδεμπόρους, χαρουποεξαγωγείς κλπ. Και από την άλλη, η φτωχή αγροτιά, οι σταφιδεργάτες και λιμενεργάτες, οι φτωχοί ψαράδες.
Σε όλο το μήκος των χενταίκιων ( μεγάλα χαντάκια περιμετρικά των εξωτερικών τειχών) γεμάτα φαβέλες και παραγκουπόλεις χωρίς νερό, ρεύμα, αποχέτευση. Το ίδιο και στην Τρυπητή, εκεί που είναι σήμερα το λούνα παρκ στο λιμάνι, με το καρνάγιο τότε, όλες οι σπηλιές ανατολικά, μέχρι τη στάση Καλογερίδη και ανατολικά μέχρι το ρυάκι, σύνορο με το εργοστάσιο του Καστρινογιάννη.
Εκεί σε αυτό το μικρό κομμάτι γης, ζούσαν στην κυριολεξία όλοι όσοι ασχολούνταν με την θάλλασα, ψαράδες, ναυτικοί, λιμενεργάτες.
Η φαμίλια μου όλη ξενιτεμένοι από τα Δωδεκάνησα, εκεί βρήκαν μαζί με άλλους με την ιδία μοίρα, Κώτες, Καλύμνιους, Συμνιακούς να μοιράσουν τούτη την κακοτράχαλη γη να χτίσουν ένα δυο δωμάτια, προέκταση της σπηλιάς,για να στήσουν το σπιτικό και τις οικογένειες τους, χωρίς φυσικά νερό ρεύμα και αποχέτευση,όπως και οι άλλοι στα χενταίκια.
Εκεί έμεναν η γιαγιά με τον παππού από την μεριά του πατέρα μου-δυο γλυκύτατοι άνθρωποι, αιώνια ερωτευμένοι πάντα με το χαμόγελο και με την σπίθα της αισιοδοξίας στα μάτια. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, από τη σκληρή δουλειά και πετσοκομμένοι από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας. Εκεί και τα αδέλφια του πατέρα μου με τις οικογένειες, τα παιδιά τους και τους φίλους τους.
Όλες μας τις γιορτές τις περνούσαμε μαζί τους, ήταν μεγάλη η χαρά να σμίξουμε όλοι μαζί τέτοιες μέρες, να βάλουμε τον παππού να μας πει τις ατέλειωτες ιστορίες για τα τις δυσκολίες του ψαρέματος σε ένα ψαροκάικο, χωρίς μηχανή, με μόνο κουπιά και πανί την αναμονή και την αγωνία της γιαγιάς να τους περιμένει βδομάδες ολόκληρες να γυρίσουν.
Εκείνη την χρονιά, δεν θυμάμαι ποια – ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, η θάλασσα αγριεμένη, κρατούσε ακόμη και τα μεγάλα ψαροκάικα στο λιμάνι, τα κύματα θυμάμαι σκέπαζαν τον Κούλε, κρύο αβάσταχτο.
Παραμονές ακόμη φεύγαμε από τη Θέρισσο, εγω, οι γονείς μου και τα αδέλφια μου,να πάμε Τρυπητή, λίγο καφέ, λίγη ζάχαρη, λίγα όσπρια, ένα κοτόπουλο κι ένα κουνέλι, όλα σφαγμένα στο σπίτι μας από την άλλη γιαγιά που τα ανάθρεφε για τέτοιες στιγμές που τα χρήματα ήταν λιγοστά, έστω και για ένα κιλό κατεψυγμένο κιμά.
Στην Τρυπητή τα πράγματα χειρότερα, ένα μήνα είχαν να βγούν για ψάρεμα, τα πασοδούλια από εδώ και από εκεί δεν έφταναν να ζήσουν είκοσι άτομα, τα αποθεματικά σε τροφές είχαν σχεδόν τελειώσει, απελπισία και λύπη. Εγώ μικρός, δεν καταλάβαινα και πολλά, στον κόσμο μου,εξ άλλου είχα συνηθίσει την μιζέρια και τις ελλείψεις στη Θέρισο.
Με το που πήγαμε βρήκα ένα μακρύ, χοντρό καλάμι και πήγα στο ρυάκι που έτρεχε με δύναμη από τις πολλές βροχές και βάλθηκα να πειράζω τα βατράχια.
Λίγα μέτρα πιο πάνω βλέπω ένα θεόρατο πουλί για τα μέτρα μου να με πλησιάζει.
Φοβήθηκα και άρχισα να φωνάζω και να τρέχω προς το σπίτι. Βγαίνει η Θεία μου η Χρυσούλα και τι να δει, μπροστά εγώ και πίσω μου να με κυνηγάει ένας κούβος, μια γαλοπούλα δηλαδή.
Την περικύκλωσαν οι μεγαλύτεροι, ναι κοκόνα μου, άντε κοκόνα μου την έβαλαν μέσα στο σπίτι.
Εκεί να δεις χαρές, από την απόλυτη λύπη, στην απέραντη χαρά. Οι θείες μου να σταυροκοπιούνται με τα σχετικά σε ευχαριστούμε πανάγαθε κλπ- για το μεγάλο ¨θαύμα¨ που έκανες- κι εμείς οι μικρότεροι να γελάμε, ήρωας εγω που με κυνήγησε η γαλοπούλα και μπήκε φαΐ στο σπίτι τα Χριστούγεννα. Αυτά θυμήθηκα, τώρα στις γιορτές, βλέποντας στις ειδήσεις ποιοι και πώς πέρασαν τις γιορτές, άλλοι μέσα στην απέραντη χλιδή, άλλοι με λιγότερα και κάποιοι χωρίς τίποτα.
Τα σκοτωμένα παιδιά στην Ουκρανία, σε ένα πόλεμο ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που αντί να τελειώνει μάλλον μας οδηγεί σε έναν μεγαλύτερο, με άμεση εμπλοκή και των δυο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων (ΝΑΤΟ ΡΩΣΙΑ) και με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους τους λαούς του κόσμου. Με την ασυδοσία του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστίνιους και την ασταμάτητη σοβινιστική και επιθετική στάση της άρχουσας τάξης της Τουρκίας, εναντία τόσο στα εθνικά μας συμφέροντα, όσο και στα συμφέροντα και των δύο λαών μας.
Οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, αντίθετα σε κάθε κρίση πληρώνουν την νύφη με την ακρίβεια, τον πληθωρισμό, την ανεργία, τον πόλεμο την πείνα και την εκμετάλλευση.
Ας είναι η χρονιά που μπήκε χρονιά μεγάλων ανακατατάξεων και αγώνων για έναν καλύτερο κόσμο, μια πιο δίκαιη ζωή, για τις μεγάλες ανατροπές του μέλλοντος που θα ρθουν.