Δύο μερόνυχτα βολόδερνε από καζάνι σε καζάνι. Την περίμενε αυτή τη μέρα. Η μάνα του, λέγανε στο χωριό, πως τον είχε ταμένο στον Άι Γιώργη έναν Απρίλη τότε που κόντεψε να πνιγεί.

Αυτός βέβαια διάλεξε να γιορτάζει το θάμα του Άι Γιώργη στις 3 του Νοέμβρη, γιορτή “αδυνατή” έλεγε και ξανάλεγε “Μεγάλος Άγιος” ή βολικός και λίγο στα μέτρα του;

Πάντως αυτός τον ετιμούσε και εκείνη την ημέρα- μαζί και με κάτι άλλες τον χρόνο- του ‘δινε και καταλάβαινε. Μέρες κρατούσε το γιορτάσι του Άι Γιώργη του Μεθυστή.

Όπου φίλος και γνωστός που τύχαινε και έβγανε ρακή έπαιρνε το βουργιαλάκι του με τα απαραίτητα τσιγάρα, ντεπόν για την αυριανή, συνοδευόμενο με ρακή ως αντίδοτο, και 3-4 σπαστούς καφέδες και βουρ με κέφι, κέφι ρε φίλε για τη χάρη του.

“Ετσά είναι τα τάματα στην Κρήτη” και απίθωνε την κούπα και την κατέβαζε μονορούφι.

Τρεις, τέσσερις, μετά ρακή και τέλος πρωτόρακη με τις ευχές του συνοδευόμενες με γλυκό κυδώνι και γιαούρτι από τα χέρια της νοικοκυράς.

– Δεν πίνω άλλο του ΄πα…

– Ίντα ‘ρθες να κάνεις στο καζάνι με τις τακούνες;

Τον κοίταξα καλά-καλά τα νεύματα και οι χειρονομίες έδιναν και έπαιρναν πίσω από την πλάτη του.

Η κυρά του το ίδιο: Σήκωνε το χέρι με νόημα σαν να μου λεγε: Ασ’ το, μη δίνες σημασία.

Το τραπέζι γεμάτο κρασιά πολλώ λογιώ, πιάτα με μισοτελειωμένα φαγητά, σαλάτες με λάδι και κρασί, πιάτα πλαστικά το ένα πάνω στο άλλο. Έκανε να σηκωθεί με την πρώτη, μα δεν τα κατάφερε, κοντοστάθηκε, κεντράρισε, το πήρε απόφαση, σαν να έβαλε “πρώτη” στην ανηφόρα για να μην τον πάρουν χαμπάρι οι άλλοι.

– Μην φοβάσαι, μου λέει, λες και διάβασε τα μάτια μου, οδηγώ καλά.

Τράβηξε να φύγει προς την εξώπορτα, στο πέρασμά του τον ακολούθησαν ένα χάρτινο τραπεζομάντηλο που πήρε παραμάζωμα από το τραπέζι, μερικά ρακοπότηρα που άδειασαν κάποια πλαστικά ποτήρια που κατάλαβαν το πέρασμά του και τα μπουκάλια που ένιωσαν σαν τους ουρανοξύστες στην Ιαπωνία.

Αυτός τον χαβά του, έψαχνε στις τσέπες του πότε τον αναπτήρα, πότε τα τσιγάρα, ύστερα τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

Μπήκε επιτέλους στο αμάξι, ακούμπησε για λίγο πίσω στο κάθισμα το κεφάλι του και δεν ξανακούνησε.

Φοβήθηκα και τον πλησίασα δειλά- δειλά, τον άκουσα να ροχαλίζει βαριά. Είχε κοιμηθεί.

“Πράγματι – είπα – είναι ταμένος στο Άι Γιώργη!”.

Είχε κάνει το θάμα του για άλλη μια φορά και για αυτόν και για μας και για όλους της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας που θα έβρισκε στον δρόμο του.

Και του χρόνου με το καλό!