Μετά από 8 χρόνια δανειακής στήριξης από τους εταίρους η χώρα αποδεσμεύεται από τα προγράμματα στήριξης των ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών και πλέον μπορεί μόνη της να βγει στις αγορές.

Δεν θα αναφερθώ στα χρόνια πριν το 2010. Πεποίθησή μου ήταν και παραμένει πως μπορούσαμε να αποφύγουμε τη λαίλαπα. Δεν έγινε γιατί δυστυχώς οι Έλληνες δεν μπορούμε να ομονοήσουμε, να συμφωνήσουμε.  Θα μείνω αυστηρά στο τι μας στοίχισαν αυτά τα 8 χρόνια και ποια είναι η άποψή μου για το μέλλον. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 ανήλθε σε 180,4% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε  322,568 δισ. ευρώ όταν το 2009 (προ ένταξης στο μηχανισμό στήριξης) το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 126,7% του ΑΕΠ που αντιστοιχούσε σε 299,7 δισ. ευρώ.

Αντίστοιχα το «παραγόμενο προϊόν»  της χώρας, δηλαδή το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μειώθηκε από 237,53 δις ευρώ το 2009 σε 186,74 δισ. ευρώ (εκτίμηση για το 2018)

Στα θετικά είναι ότι πετύχαμε να διαχειριζόμαστε τα λίγα με κάποια επάρκεια και αυτή όχι όμως ικανοποιητική (πρωτογενές πλεόνασμα). Στην ουσία με τα πρωτογενή πλεονάσματα  στέλνουμε σήμα στους δανειστές μας ότι μπορούμε να καλύψουμε και  από το πλεόνασμα μας αν χρειαστεί ,  το μεγαλύτερο μέρος των τόκων των νέων δανείων που δημιουργήσαμε σε αυτούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και εταίροι μας).

Φοβάμαι όμως ότι από εδώ και ύστερα τα πράγματα θα είναι ακόμα πιο δύσκολα καθώς βγαίνοντας στις αγορές τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από την «υψηλή» προστασία που είχαμε στα χρόνια του μνημονίου.

Στην ουσία στραγγαλιστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια, όμως τώρα πρέπει να ανοίξει μια νέα σελίδα. Η Ελλάδα πρέπει να ανοίξει την οικονομία της, με κανόνες που πραγματικά θα εφαρμόζονται και δεν θα αποτελούν  εμπόδιο σε όποια πράξη δημιουργίας πάει να συντελεστεί. Να δοθούν κίνητρα στις ιδιωτικές Εεπενδύσεις, κίνητρα όμως ουσιαστικά, απλά και λειτουργικά.

Πρέπει να αλλάξει το επενδυτικό περιβάλλον και για τις μεγάλες επενδύσεις και να γίνει πολύ πιο φιλικό από ό,τι είναι σήμερα. Μόνο με την δημιουργία νέου πλούτου, με τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας μπορεί η οικονομία να σταθεί ξανά στα πόδια της. Αν δεν μπει ξανά εισόδημα στα νοικοκυριά η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον.

Όμως για να γίνει αυτό πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές  σε δυο βασικούς τομείς. Ο ένας είναι η δικαιοσύνη και ειδικά ο χρόνος απονομής της για τα ζητήματα προσφυγών σε σχέση με μεγάλα επενδυτικά σχέδια και ο δεύτερος και κυριότερος η λειτουργία της δημοσίας διοίκησης. Το κράτος πλέον πρέπει να έχει μόνο εποπτικό ρόλο. Να γίνει ο αγοραστής υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Να ανοίξουν νέες αγορές. Μόνο έτσι θα έχουμε κάποιο αποτέλεσμα.

Το στοίχημα είναι μεγάλο, δύσκολο και σύνθετο. Αγκυλώσεις υπάρχουν σε όλα τα κόμματα. Αλλά πολύ περισσότερες στο κυβερνητικό συνασπισμό σήμερα (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ).

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία δείχνουν ότι είναι η  μόνη λύση στα τέλμα που έχει βυθιστεί η χώρα. Ο Μητσοτάκης σήμερα συνασπίζει δυνάμεις που παλαιότερα δε θα στήριζαν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό είναι το δικό του στοίχημα, να συνεχίσει να αποτελεί πόλο  εμπιστοσύνης,  για να μπορέσει να δείξει τις ικανότητες του μετεκλογικά. Ως πρωθυπουργός πλέον.

 

* Ο Γιάννης Δ. Κεφαλογιάννης είναι οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος Ηρακλείου