Toυ Γιάννη Μοσχονά

Σε κάποια άλλη ανύποπτη εποχή, ίσως να θύμιζε σκηνή από ταινία αλληγορίας ή ψυχολογικού δράματος. Στη «χαμένη Άνοιξη» του 2020 όμως, αποτελεί μάλλον κοινοτοπία αυτό το στιγμιότυπο:

Κάπου, σε κάποια πόλη της ελληνικής επαρχίας, ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, τα αργά, κουρασμένα βήματα δυο ηλικιωμένων ανδρών, ανταμώθηκαν εντελώς τυχαία στο χωμάτινο μονοπάτι του κεντρικού πάρκου της πόλης. Ο πρώτος, που φορούσε μάσκα, κοντοστάθηκε για λίγο, κοιτώντας διερευνητικά και επίμονα τον άλλον που δεν φορούσε μάσκα, σαν κάτι να του θύμιζε από το μακρινό παρελθόν. Ο δεύτερος αντιλήφθηκε την διαπεραστική ματιά του πρώτου, αλλά δεν του θύμισε κάτι. Του έδωσε όμως τον χρόνο που χρειαζόταν, επιβραδύνοντας ακόμα περισσότερο το ήδη αργό συρόμενο βήμα του.

Όταν είχαν σχεδόν προσπεράσει ο ένας τον άλλον, κοιτάζοντας όμως και οι δύο λοξά πίσω τους, ο ηλικιωμένος άνδρας με τη μάσκα, δίνοντας τέλος στην ασάφεια της στιγμής, ρώτησε: «Εσύ δεν είσαι Λευτέρη;» Τα ταλαιπωρημένα από το χρόνο έμπειρα μάτια και η γερασμένη μνήμη του υπερήλικα δεν τον γελάσανε τούτη τη φορά. Ήταν πράγματι ο Λευτέρης! Όπως διαπίστωσα λίγο αργότερα, δεν ήταν απλώς ένας γνωστός του.

Ήταν ο φίλος των παιδικών αλλά και των νεανικών του χρόνων. Ο σύντροφος των κοινών επαναστατικών τους αγώνων. Ο συναγωνιστής του!

Εκείνος όμως δεν τον αναγνώρισε αμέσως, αφού είχαν χαθεί τα ίχνη τους εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που ξενιτεύτηκε αυτός σε κάποια άλλη χώρα, αλλά και γιατί τα χαρακτηριστικά του προσώπου του συνομιλητή του ήταν καλυμμένα από το σύμβολο προστασίας της εποχής. Του ζήτησε να βγάλει τη μάσκα για να τον θυμηθεί, αλλά εκείνος χαϊδεύοντάς την, αρνήθηκε να το κάνει, απαντώντας του ότι δεν πρέπει να τη βγάλει. Όμως, ενθουσιασμένος για τη σπουδαία «ανακάλυψή» του, αποκάλυψε την ταυτότητά του στο φίλο του, χωρίς να τον αφήσει περισσότερο να αναρωτιέται: «Είμαι ο Σπύρος ο…».

Το όνομα  συνοδευόταν και από ένα παρατσούκλι που λειτούργησε τότε σαν συνθηματικό για την ανάκληση της μνήμης. «Τι μου λες τώρα! Ζεις; Είχα χάσει τα ίχνη σου. Εγώ φταίω που μίσεψα. Πως πέρασαν τόσα χρόνια…!», είπε με τρεμάμενη φωνή από τη συγκίνηση ο κυρ Λευτέρης. Τα γέρικα μάτια του πλημύρισαν τότε με δάκρυα χαράς και λύπης μαζί.

Τους δυο ηλικιωμένους τους χώριζαν τώρα, εκτός από τα τριάντα χρόνια που είχαν να μάθουν νέα ο ένας για τον άλλον και το ενάμισι μέτρο απόστασης, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα ασφάλειας που επικρατούσαν. Εκείνα όμως που τους ένωναν, όπως διαπίστωσα γρήγορα, ήταν πολύ περισσότερα και βέβαια ουσιαστικότερα!

Ο κυρ Λευτέρης έκανε μια πρώτη αυθόρμητη προσπάθεια να αγκαλιάσει το φίλο του, αλλά γρήγορα ήρθε η απογοήτευση της ματαίωσης για την κίνηση που δεν εκπληρώθηκε.

Σχεδόν την ίδια στιγμή, ο κυρ Σπύρος άπλωσε το χέρι του να ακουμπήσει με το χέρι τον κυρ Λευτέρη, αλλά αμέσως μετά δείλιασε κι αυτός και το τράβηξε ξανά πίσω…

Δεν είχαν τρόπο να «απελευθερώσουν» το δυνατό συναίσθημα που τους κυρίευσε.

Να βγάλουν από μέσα τους όλα αυτά που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή. Εκτός από τη μεγάλη έκπληξη, ένιωθαν τότε και μια κρυφή απογοήτευση, φόβο, λύπη και ντροπή. Πολύ ντροπή! Τα μάτια τους βούρκωσαν και δεν κατάφεραν να κρύψουν τη δυσαρέσκειά τους που δεν μπορούσαν να αγκαλιαστούν, να νιώσουν πως ζούσαν αληθινά και όχι στο όνειρο εκείνη τη σπουδαία στιγμή! Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μάθει στη ζωή τους να μοιράζονται μεταξύ τους τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά τους συναισθήματα, αγγίζοντας ο ένας τον άλλον, σφίγγοντας το ένα χέρι μέσα στο άλλο, φέρνοντας κοντά εκείνον που ένιωθαν κοντά τους. Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει. Ο αυθορμητισμός της ανθρώπινης επαφής έχει αντικατασταθεί από τα αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα της ασφαλούς συνύπαρξης.

Η πανδημία έχει καταφέρει να καλλιεργήσει στις συνειδήσεις των σύγχρονων ανθρώπων το φόβο της αφής! Έχει δαιμονοποιήσει το άγγιγμα. Η αίσθηση της αφής όμως, είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Η αφή είναι μια από τις βασικές μας αισθήσεις και είναι αρκετά περίπλοκη. Κάποιες νευρικές απολήξεις αναγνωρίζουν τον πόνο, άλλες τη φαγούρα, την πίεση, τη θερμοκρασία, την υφή και μονάχα μία, γνωστή ως «αισθητηριακός νευρώνας», αναγνωρίζει το τρυφερό, απαλό χάδι! Ταυτόχρονα όμως η αφή αποτελεί και αναντικατάστατο «εργαλείο» κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα.

Η πιο σπουδαία όμως συμβολή της αφής έγκειται στο ότι μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε την απλή καθημερινή απόλαυση. Μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς την αφή; Μια ζωή χωρίς αγκαλιές, χωρίς χειραψίες, χωρίς χάδια, χωρίς φιλιά, θα είναι αποστειρωμένη και απομονωμένη από τον πλούτο των συναισθημάτων της.

Οι «αγκωνιές», οι «ποδαψίες» και οι «μπουνίτσες», μπορεί μεν να προστατεύουν σήμερα προσωρινά τον κόσμο από τη μετάδοση του ιού, αλλά η υιοθέτησή τους ως μόνιμα υποκατάστατα της ανθρώπινης επικοινωνίας και της ουσιαστικής επαφής, εγκυμονεί ένα σωρό κινδύνους ψυχολογικούς, που δεν είναι όμως ακόμα εμφανείς. Το στοργικό άγγιγμα μειώνει και καταπραΰνει τα διάφορα συναισθήματα φόβου απέναντι σε δυσάρεστες σκέψεις και ελαττώνει τη δυσφορία που προκαλεί ο κοινωνικός αποκλεισμός, μέσα στην εποχή της απομόνωσης που ζούμε. Βοηθά τους ανθρώπους να ξεπερνούν τον σωματικό αλλά και τον συναισθηματικό πόνο και να διευρύνουν τις κοινωνικές τους επαφές.

Το άγγιγμα εκφράζει αίσθημα πρόσκλησης, αποδοχής και θετικής προσέγγισης.

«Το αισθητό ισοδυναμεί με το απτό», κατά τον Αριστοτέλη(Περί γενέσεως και φθοράς). Επίσης, κατά τον ίδιον, «Άγνοια ενός πράγματος είναι να μην το αγγίξεις»(Μεταφυσικά).

Ο κυρ Λευτέρης και ο κυρ Σπύρος έφυγαν προς την ίδια κατεύθυνση του δρόμου, όχι αγκαλιασμένοι όπως θα ήθελαν, αλλά τουλάχιστον ενθουσιασμένοι που σμίξανε ξανά!

Το συναίσθημα που ένιωσαν δεν αλλοιώθηκε από την απώλεια του μέσου να μπορέσουν να το εκδηλώσουν. Το παρελθόν που τους ένωνε ήταν τόσο ουσιαστικό που ακουμπούσε ήδη την ίδια τους την ψυχή. Είχαν περάσει μαζί όμορφα αλλά και δύσκολα χρόνια.

Τους συνέδεαν ισχυρά κοινά βιώματα: Τα σκληρά παιδικά χρόνια της κατοχής.

Η φτώχεια και οι στερήσεις. Η άγρια νιότη τους. Η ανυπότακτη επαναστατική τους δράση την περίοδο της χούντας. Η μεταπολίτευση και η απογοήτευσή της, όπου κάπου εκεί χώρισαν και οι δρόμοι τους. Δεν δείλιασαν πουθενά και η ζωή τους έχρισε «νικητές»!

Σήμερα όμως αισθάνονται ευάλωτοι και ανήμποροι να ρισκάρουν οτιδήποτε…

Η εποχή της πανδημίας που διανύουμε σηματοδοτεί πολλές αλλαγές στις συνήθειες των ανθρώπων. Αυτό μας κάνει να ανησυχούμε και να διερωτόμαστε: Αποφασίσαμε άραγε να ζούμε πλέον στην παραδοξότητα ενός μακρινού, άναπτου κόσμου, φτιαγμένου από υποχρεωτικές αποστάσεις; Διανύουμε ίσως την εποχή του τέλους τη αφής;

Θα πρέπει δηλαδή να μάθουμε να ζούμε τώρα με μία λιγότερη αίσθηση; Θα καταφέρουμε άραγε μελλοντικά να ενεργοποιήσουμε ξανά τη χαμένη μας, τρίτη-κατά σειρά-αίσθηση, ή θα εξακολουθήσουμε να την περιορίζουμε αποκλειστικά και μόνο στις οθόνες… αφής;

Επαφίεμαι στην αδήριτη ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται…

Υ.Γ. Οι πρωταγωνιστές της μικρής μας ιστορίας, ο κυρ Λευτέρης και ο κυρ Σπύρος, δεν συναντήθηκαν ποτέ, αφού και οι ίδιοι ως πρόσωπα δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν αποκλείει και το γεγονός, κάπου, σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, να έχει αναβιώσει η φανταστική αυτή σκηνή της απρόσμενης συνάντησης, με πραγματικούς όμως πρωταγωνιστές.

https://moschonas.wordpress.com