Εσύ. Για σένα γράφω. Για σένα που μ’ έβαζες στο γόνατό σου και με κούναγες για να γελάω. Για σένα που μου φόραγες το σκούφο στο κεφάλι ανάποδα μόλις έπιαναν τα κρύα. Που μ’ έβαζες να κάθομαι μπροστά στη βέσπα, να νιώθω πως οδηγώ εγώ. Που μου ‘λεγες πως κάθε γνώση που αποκτώ θα γίνεται βραχιόλι στο δεξί μου χέρι, και εγώ γέλαγα και έλεγα πως ναι, θα το γεμίσω μέχρι τον ώμο μου, μέχρι να μην χωράνε άλλα πια. Τη θυμάσαι αυτή την φωτογραφία; «Εσύ πάρε τα πράσινα πούλια, κι εγώ θα πάρω τ’ άσπρα» μου ‘λεγες και εγώ γέλαγα και τους άλλαζα την θέση. «Καλά, θα τα πάρεις εσύ τ’ άσπρα» συνέχιζες, και εγώ τότε άρχιζα πάλι να τ’ αλλάζω. Ξανά και ξανά και ξανά. Και για κάποιο λόγο στιγμή δεν ένιωσα να το βαριέμαι. Και για κάποιο λόγο στιγμή δεν κουράστηκες, να μ’ αφήσεις για να πας να φτιάξεις τον κήπο.

Κάθε καλοκαίρι στην αυλή αυτή, με ολοένα και περισσότερες γλάστρες, να προσπαθείς να μου μάθεις πώς να παίζω τάβλι. Και εγώ να λέω πως τάχα δεν θυμάμαι τους κανόνες, δεν γνωρίζω τις ζαριές, για να σε βάζω να μου τα εξηγείς απ’ την αρχή. Να σ’ ακούω να μου αναλύεις συνδυασμούς και στρατηγικές με την ίδια προσήλωση, με το ίδιο βλέμμα, και να λέω στον εαυτό μου πως τούτο το ψέμα μου είναι μικρό και άκακο.

Ξεκινούσαμε το παιχνίδι τα μεσημέρια μετά το φαγητό, με τα τζιτζίκια να ακούγονται σαν μονότονη ορχήστρα. Οι ώμοι μας ήταν άσπροι απ’ το αλάτι της θάλασσας που είχε στεγνώσει, ενώ στις γάμπες είχαν ξεμείνει διάσπαρτοι μερικοί κόκκοι άμμου. Κάποιες στιγμές ο αέρας γύρναγε και έφερνε τις μυρωδιές τής θάλασσας – ιώδιο ανακατεμένο με αντηλιακό. Στο ίδιο ξύλινο τραπέζι, εσύ καθισμένος στην πάνω του πλευρά και εγώ στα δεξιά σου, να διαφωνούμε για το ποιος πρέπει να διαλέξει πρώτος χρώμα. Η κληματαριά μας έκανε ίσκιο και πού και πού θρόιζε απ’ τον αέρα. Θυμάμαι αυτό τον ήχο ν’ ανακατεύεται με τα ζάρια που ρίχναμε μια ο ένας και μια ο άλλος. Ερχόταν η σειρά σου και εγώ τσιμπούσα με το πιρούνι μου λίγο καρπούζι, ερχόταν η σειρά μου και εσύ έπινες μια ρουφηξιά απ’ τον καφέ σου. Πάντα ελληνικός, με μια κοφτή κουταλιά ζάχαρη και λίγο γάλα.

ταβλι

Αυτές ήταν οι δικές μας μικρές επαναλήψεις: Ζαριά – γουλιά καφέ – ζαριά – ήχος από πιρούνι – ήχος απ’ τα πούλια – τζιτζίκια. Ένα μοτίβο που, σαν κλείσω τα μάτια μου, ορκίζομαι ότι μπορώ να το ακούσω. Ήρθα να σε βρω έναν χειμώνα, και σου κρατούσα αυτή την φωτογραφία.

«Τώρα πια μεγάλωσες και δεν σε βαστούν τα γόνατά μου» μου πες, και αρχίσαμε να γελάμε.

Σηκώθηκες μετά και σ’ άκουσα να ψαχουλεύεις στο εσωτερικό της αποθήκης. Γύρισες πίσω κρατώντας το τάβλι.

«Τι λες παππού; Θα πάρεις τ’ άσπρα ή τα πράσινα;» ρώτησα και ξεκίνησα να τα χωρίζω.

«Θα πάρω εκείνα που θες κι εσύ» απάντησες, και έβαλες στο μπρίκι τον καφέ σου.