Η μάχη μαίνεται. Οι Θεοί πρέπει να εξευμενιστούν και να έρθουν με το μέρος μας.
Σαν άλλος Αγαμέμνονας ο οποίος αναζητώντας την εύνοια των Θεών, για ούριους ανέμους και δύναμη για τους στρατιώτες του, θυσιάζει την κόρη του Ιφιγένεια για να το πετύχει, έτσι και σήμερα πολλοί θνητοί τάζουν στα Θεία ανείπωτα πράγματα, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό εκπληρώνουν.
Η μάνα σε αλλόφρονα κατάσταση εξαιτίας της αρρώστιας του μοναχογιού, τάζεται αυτή και το παιδί, στον Άγιο. Η αρρώστια κινδυνεύει να αφήσει ανάπηρο το παιδί, αν δεν εγχειριστεί πάραυτα στην πρωτεύουσα. Στο δεξί του πόδι μπαίνουν λάμες, ψηλά στο γοφό, μετά την πολύωρη επέμβαση.
Το παιδί καθηλώνεται σε γύψο για έξι μήνες, και για άλλους έξι με βοηθητικές πατερίτσες. Στερείται το παιχνίδι που δικαιούται και υποφέρει πάρα πολύ.
Συνεχόμενα ταξίδια απ’ το νησί στην πρωτεύουσα, όπου ο μεγαλογιατρός γνωματεύει ότι όλα βαίνουν καλώς, παρά την όποια ταλαιπωρία. Η οικογένεια στα όριά της, ψυχολογικά αλλά και οικονομικά.
Η ίαση όμως όσο και να καθυστέρησε, ήρθε. Το παιδί τρέχει και τινάζεται σαν άλογο κούρσας, το οποίο είχε μείνει καιρό σε αναμονή, πριν την εκκίνηση του αγώνα. Το σχολείο ξαναρχίζει, το παιδί δεν έχει μείνει πολύ πίσω, θα τα καταφέρει.
Κι η μάνα φοβούμενη τους Θεούς και την υποτιθέμενη εύνοια που της έδειξαν, μην τυχόν την πάρουν πίσω, εκπληρώνει το τάμα. Με το παιδί ξυπόλητο σ’ όλη τη διαδρομή κι αυτήν απ’ το χέρι, φτάνει στον Άγιο για προσκύνημα.
Η μνήμη αυτή του βασανιστηρίου που υπέστη μικρός, διότι το χρωστούσε στον Άγιο, ενήλικα πια τον ταλαιπωρεί με εφιάλτες, όπου κάθε φορά που δυσκολεύεται στη ζωή, ονειρεύεται ότι περπατά ξυπόλητος. Ο χειρότερός του εφιάλτης.