Στην  γειτονιά μας, στον συνοικισμό Ευαγγελιστρίας  στην Θεσσαλονίκη, τον καιρό εκείνο είχαν έρθει μια χοντρή κυρία με την κόρη της και είχαν νοικιάσει ένα διαμερισματάκι  στον πρώτο όροφο, στην οδό Πανεπιστημίου, αρκετά πιο πάνω από το δικό μας σπίτι, απέναντι από το σπίτι που έμενε ο φίλος μου ο Τόλας. Καινούργιοι γείτονες.

Η κόρη, Ισμήνη την έλεγαν, δεκαεννιά  ετών, απόφοιτη του εξαταξίου γυμνασίου, ήταν πανέμορφη. Όποτε έβγαινε ή να σκουπίσει το μπαλκόνι ή να πάρει νερό με τον κουβά από την βρύση της γειτονιάς (τότε νερό μέσα στα σπίτια μας δεν είχαμε) ή να ψωνίσει κάτι από τον μπακάλη (ούτε σουπερμάρκετ είχαμε)  ή να ξεσκονίσει τα τζάμια, τα παλικάρια της γειτονιάς  την έβλεπαν με θαυμασμό, γούρλωναν τα μάτια τους  και μεταξύ τους ψιθύριζαν.

– Ποπό κόμματος!

– Ε  ρε, ένας κορίτσαρος!

– Μανάρι μου!

Πραγματικά την έτρωγαν με τα μάτια τους. Και εκείνη η πονηρή, όσο το πρόσεχε, τόσο περισσότερο έβγαινε για δουλειές τάχα στο μπαλκόνι.

Με τα «Ποπό κόμματος!», «Μανάρι μου!» και τα λοιπά οι νεαροί την μάτιαξαν. Και ένα πρωί, γυρνώντας από το γωνιακό μπακάλικο του κυρ Σταμάτη, όπου η κόρη πήγε να ψωνίσει χαλβά, στραβοπάτησε, στραμπούλιξε το πόδι της και έπεσε φαρδιά πλατιά κάτω.

Τρια παλικάρια, που την παρακολουθούσαν από το παράθυρό τους, πετάχτηκαν από τα σπίτια τους  και όρμηξαν να την βοηθήσουν να σηκωθεί. Ευκαιρία να την πλησιάσουν, να ακουμπήσουν την σάρκα της, να μυρίσουν το άρωμα του κορμιού της, να της μιλήσουν.

Την σήκωσαν. Η Ισμήνη κούτσαινε. Πονούσε ο αστράγαλός της. Ο φίλος μου ο Τόλας περιμάζεψε από κάτω  το πακέτο με τον χαλβά που είχε πέσει από τα χέρια της. Οι νεαροί την κρατούσαν από τις μασχάλες και την ρωτούσαν αν πονάει πουθενά. Αυτή τους  απαντούσε ναζιάρικα.

-Καλε, όχι… Δεν είναι τίποτα… Ευχαριστώ…

Εκείνη την στιγμή, κατεβαίνοντας  γρήγορα τις σκάλες, πρόβαλε από το σπίτι  η μάνα της. Την άρπαξε από τα χέρια των νεαρών και αγριεμένη τους φώναξε.

– Στα σπίτια σας εσείς! Και  την κουβαλούσε μόνη της στο διαμέρισμά τους. Ο Τόλας, ο φίλος μου, κρατώντας  στα χέρια του τον χαλβά που είχε περιμαζέψει, φώναξε.

– Κυρία Μυρτώ, τον χαλβά σας…Ήξερε και το όνομα της μάνας!

– Φά’  τον εσύ! του  απάντησε εκείνη αγριεμένη.

– Ρε, την σκρόφα…μουρμούρισε ο Τάσος για την μάνα.

Και το επεισόδιο έληξε. Αργότερα μετακόμισαν. Και ο πειρασμός έφυγε από την γειτονιά μας. Και την όμορφη Ισμήνη δεν την ξαναείδαμε.

Κι εγώ τώρα σκέφτομαι: Ζει άραγε ακόμη η Ισμήνη ή πέθανε; Αλλά και αν ζει, θα είναι γριά. Δεν θα είναι πια όμορφη όπως τότε που ξεσήκωνε τα παλικάρια.