Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων για την ονοματοδοσία των Σκοπίων, χωρίς καμιά επίσημη ενημέρωση των κομμάτων του ελληνικού λαού, ασκώντας ουσιαστικά μια μυστική διπλωματία, η κυβέρνηση κατέληξε τελικά σε μια συμφωνία η οποία δεν βρίσκει σύμμαχο την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.

Προχώρησαν σε μια συμφωνία αγνοώντας τα μεγάλα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και 24 πόλεις της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση αποδέχτηκε παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις την ονοματοδοσία Βόρεια Μακεδονία, αναγνωρίζοντας την «μακεδονική» ιθαγένεια, υπηκοότητα και την «μακεδονική» γλώσσα.

Για πρώτη φορά η Αριστερά αποδείχτηκε υπάκουη και ενέδωσε στις επιθυμίες και τις πιέσεις που ασκήθηκαν από τις Η.Π.Α. και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το οξύμωρο της υπόθεσης από την επιτευχθείσα συμφωνία είναι ότι την ίδια ώρα που στην Ελλάδα κορυφώνονταν οι αντιδράσεις με την ψήφο δυσπιστίας στη Βουλή που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία κατά της κυβέρνησης και τα επεισόδια την ώρα της υπογραφής της στις Πρέσπες, παρόμοιες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν στη γείτονα χώρα για την ίδια προφανώς συμφωνία, ενώ ο πρόεδρος της χώρας των Σκοπίων δήλωσε ότι είναι αντίθετος και δεν θα την υπογράψει.

Για όλα αυτά που για ορισμένους θεωρούνται εθνικοτραγικά, οι απλοί πολίτες διερωτώνται πώς είναι δυνατόν η ίδια συμφωνία να μην γίνεται αποδεκτή από την πλειοψηφία των δύο λαών. Αφού το κείμενο της συμφωνίας δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, πώς εξηγείται η ίδια συμφωνία να μην εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Σκοπίων;

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά και η ουσία της υπόθεσης που αφορούν την επίμαχη συμφωνία Ελλάδας και Σκοπίων με την απλή λογική, μακριά από κομματικές, εθνικές προκαταλήψεις, φόβους και δοξασίες;

Είναι βέβαιο ότι η παρατεταμένη εκκρεμότητα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων έπρεπε κάποια στιγμή να τελειώσει. Την Ελλάδα τη συμφέρει οι χώρες στα βόρεια σύνορά της να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να μην «κινδυνεύουν» να περιέλθουν στην επιρροή άλλων π.χ. Τουρκίας ή Ρωσίας όπως θεωρείται αυτονόητο.

Σήμερα εκείνο που έχει μεγαλύτερη αξία είναι η Ελλάδα και τα Σκόπια να προχωρήσουν σε μια συμφωνία επωφελή και για τις δυο χώρες.

Η πλευρά της γείτονος που είχε κτίσει μια θεωρητική εθνική ταυτότητα και μια λανθασμένη ιστορικά δοξασία, θέλει να κατοχυρώσει τη θέση της με την ένταξή της στους δυτικούς οργανισμούς, για να μην διαλυθεί και αναγκαστεί να αναζητά αλλού προστάτες.

Κανείς δεν πιστεύει ότι μια χώρα σαν τα Σκόπια θα ξεκινούσε πόλεμο με την Ελλάδα για να «ελευθερώσει» «δικά της εδάφη». Μπορεί να κατάφερε με τη βοήθεια της Δύσης να κερδίσει μια αναφορά στο όνομα Μακεδονία και να υποκλέψει μια εθνική ταυτότητα, αλλά δεν σημαίνει ότι η απάλειψη του ονόματος ή της ταυτότητάς της εγγυώνται τις αλυτρωτικές διαθέσεις του λαού της.

Η άλλη πλευρά της Ελλάδας εξακολουθεί να έχει στραμμένη την προσοχή της στο εσωτερικό, επενδύοντας αποκλειστικά στην υποψία, το φόβο και τον εθνικό πατριωτισμό.

Η αλλαγή ονομασίας από μόνη της θα έπρεπε να είναι περιορισμένης σημασίας. Η συμφωνία θα ήταν συμφέρουσα για την Ελλάδα όχι μόνο εάν δεν περιλάμβανε τη λέξη «Μακεδονία», αλλά εάν επικεντρώνονταν στην εκπόνηση προγράμματος ακύρωσης ή «εκρίζωσης» του αλυτρωτισμού, που αποτέλεσε για μια σειρά γενεών της γείτονος χώρας, το επίσημο και κυρίαρχο σύστημα προπαγάνδας σε βάρος της Ελληνικής Μακεδονικής πραγματικότητας.

Έτσι το τελικό ερώτημα που τίθεται είναι εάν αντικειμενικά και ορθολογικά μας συμφέρει η σημερινή συμφωνία με τα Σκόπια.

Κατά τη γνώμη μας ναι, είναι προτιμότερη από το να μην υπήρχε καθόλου συμφωνία.

Γιατί ελαχιστοποιούμε τον κίνδυνο από το Βορρά για να ασχοληθούμε αποκλειστικά με τον προαιώνιο ανατολικό κίνδυνο.

Η ένταξη των χωρών αυτών θα οδηγήσει την Ελλάδα σε δεσπόζουσα θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρκεί οι Έλληνες να μην ασχολούνται με την επικοινωνία αλλά με την ουσία, επιδεικνύοντας σήμερα μια αληθινή πολιτική, ιστορική και εθνική γενναιότητα.