Του Αντώνη Σανουδάκη- Σανούδου*
Το τρίπτυχο του Διαφωτισμού, Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη, χάραξε την πορεία του Δυτικού κόσμου. Απάλλαξε τον άνθρωπο από τον σκοτεινό Μεσαίωνα, καθιστώντας τον ελεύθερο και απαλλαγμένο από προκαταλήψεις. Με τον τρόπο αυτό έζησε τη νεωτερικότητα, τους απελευθερωτικούς αγώνες, εθνικούς και πολιτικούς, τη δημοκρατία, με αρχές και αίσθημα δικαιοσύνης και ισοπολιτείας. Μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, όμως, ο δυτικός άνθρωπος έφθασε στη σημερινή μετα-νεωτερικότητα, τον νεοπλουτισμό και την οικονομική παγκοσμιοποίηση, όπου αρχίζουν πάλι οι εκ νέου ταξικές ανισότητες.
Στο πλαίσιο αυτής της μετα-νεωτερικότητας και του νεοπλουτισμού των ολίγων όλα πια είναι στοιχεία “του φαίνεσθαι”, της επίδειξης μιας πλαστικής και πλαστής ευημερίας. Όλα είναι γλασέ, ιλουστρασιόν, ένα περιτύλιγμα. Το βλέπουμε στην καθημερινή πρακτική αλλά και στις επίσημες στιγμές, τις γιορτές. Έντονα φαίνεται στον δυτικό άνθρωπο, που τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων και του Αγίου Βασιλείου τις μετέτρεψε σε κενές περιεχομένου.
Γιορτάζει τη Γέννηση με φωτοχυσίες, τα άψε-σβήσε φωτάκια και τα φανταχτερά χρώματα, τα έλατα και την ανταλλαγή δώρων. Η χαρά της ημέρας είναι επίπλαστη, είναι γιορτή για “το θεαθήναι τοις ανθρώποις”, ενώ ουσιαστικά έχει βγάλει τον ίδιο τον Θεό από τη ζωή και από την ίδια τη γιορτή.
Είναι, δηλαδή, τα Χριστούγεννα ένα κοσμικό γεγονός, όπως λέμε “να περάσουμε καλά”, χωρίς το σωτηριολογικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Στη Δύση, μάλιστα, οι εκκλησίες μετατρέπονται με την πάροδο του χρόνου σε χώρους μουσικών συναυλιών, σε “club-τέρψις”.
Αυτό το μπόλιασμα της μετα-νεωτερικότητας έχει έρθει σε ένα βαθμό και στη χώρα μας, μετά το ’74, την περίοδο του νεοπλουτισμού μιας άρχουσας νέας οικονομικής τάξης. Φαντασμαγορικοί φωτισμοί, τα χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια και η απόλαυση.
Αυτό το glamour φτάνει και στον καθημερινό βίο, από χώρους, μάλιστα, λεγόμενους “προοδευτικούς”, με τα “μεταξωτά βρακιά” τους, και τις σνομπ συμπεριφορές να ειρωνεύονται τον καθηγητή για το απλό, αθλητικό φανελάκι του.
Η ίδια μετάλλαξη συμβαίνει και με τον Καισαρείας Άγιο Βασίλειο. Την εποχή της μετα-νεωτερικότητας ο ασκητικός Άγιος με τη φιλάνθρωπη “Βασιλειάδα” του, την πόλη που δημιούργησε ως επίσκοπος Καισαρείας, για να στεγάσει ανθρώπους που είχαν ανάγκη από αγάπη και φροντίδα, την πόλη των φτωχών, ταπεινών και ορφανών, μετατράπηκε στον χοντρομπαλά με το από Βορρά έλκηθρο που έρχεται σαν καλικάντζαρος από την καμινάδα. Για να μεταχειριστούμε ένα σχήμα που χρησιμοποιήσαμε, τελευταία, για τοπικό Μουσείο και τον ιδρυτή του, είναι Χριστούγεννα χωρίς τον Χριστό και Άγιος Βασίλειος χωρίς τον Άγιο Βασίλειο.
Η αντίληψη αυτή της μετα-νεωτερικότητας και του “φαίνεσθαι”, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο συναντάται, πολύ νωρίς, στη Γερμανία. Είναι οι πρώτοι διδάξαντες και μάλιστα εκκωφαντικά και τραγικά.
Μας το αφηγείται στα απομνημονεύματά του ο Σήφης Μηλιαράκης, στο κοινό μας βιβλίο “Μαουτχάουζεν”, αιχμάλωτος στο ομώνυμο κολαστήριο στρατοπέδου:
“Και θυμούμαι πως ήρθανε μια μέρα, την παραμονή των Χριστουγέννων, την πρώτη χρονιά που με πήρανε, το σαραντατρία […] και μας παίξανε ολόκληρη ορχήστρα ένα των Χριστουγέννων, ένα τραγούδι των Χριστουγέννων. Και θυμάμαι που εγώ εκείνο το βράδυ είχα μεζέ φλούδια πατάτας. Φλούδια πατάτας είχα βρει.
Άλλος είχε πατάτες, τις καθάρισε, ποιος ήτανε δεν θυμάμαι ποιος, και πήρα ’γώ τα φλούδια, τα οποία είχαν κι απάνω τους λίγο… όχι χώμα, λίγη πατάτα, να πούμε, όπως καθαρίζεται, και τα ’καμα ωφτά και τα ’φαγα, στη σόμπα. Γιατί ’χανε σόμπες. Όλα τα δωμάτια μέσα στο νοσοκομείο είχανε σόμπες. Από απόψεως θερμάνσεως δηλαδή είχαμε θέρμανση. Αδιάφορο τώρα ότι μας λέγανε μια μέρα:
– Όοολοι οι κρατούμενοι του νοσοκομείου θα βγούνε έξω να κάμομε προσκλητήριο. Γυμνοί.
Με δέκα υπό το μηδέν και το χιόνι κάτω.
Και βγάζαμε τους ανθρώπους έξω, όσοι μπορούσανε και σηκωθήκανε. Οι άλλοι που ήτανε ετοιμοθάνατοι μείνανε μέσα. Και το κάμαν έτσι για να πεθάνουνε φαίνεται. Ξέρω ’γώ; Και κάμανε προσκλητήριο δήθεν, ότι είχαν χάσει τα νούμερα και θέλαν να τα βρούνε.” (Αντώνης Σανουδάκης, Σήφη Μηλιαράκη, Μαουτχάουζεν, Κνωσός, Αθήνα, 1986, σ.σ. 53-54).
Εξόντωναν, δηλαδή, ανθρώπους, εορτάζοντας τα Χριστούγεννα με μουσική και χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια.
Σήμερα, λοιπόν, με τη μετα-νεωτερικότητα, ενώ ο Διαφωτισμός ήρθε να απαλλάξει τον άνθρωπο από πολλές δουλείες, με τη νέα μορφή τον οδηγεί σε νέες μορφές δουλείας. Την οικονομική ανισότητα, τον υλοζωϊσμό με το γκλάμουρ περιτύλιγμα.
Είναι μια επικίνδυνη εκτροπή, μια έντεχνη εξουθένωση των πολλών, αλλά και των ανθρώπινων και των θρησκευτικών αξιών, παρά τις όποιες διακηρύξεις ή νομοθετικές επιταγές.