Ήταν εκείνο το λουλούδι που έβραζε μαζί με το σιτάρι στο μεγάλο καζάνι της Απάνω Κουζίνας. Και έβαζε πάντα ένα φύλλο στο στόμα της, την ώρα που έσκυβε στην εκκλησιά, μαζί με ένα κερί που άναβε κι έκλεινε τα μάτια της. Τη θυμάμαι μια χρονιά που μαζί με το κερί είχε κι ένα μάτσο κλαδάκια από τούτο το φυτό κι όταν τη ρώτησα γιατί δεν πήραμε και τις «σαρδέλες» μας τις κόκκινες, μου απάντησε πως δεν έπρεπε ποτέ να το ξανασκεφτώ αυτό…

«- Εδά  δα περάσει η ψυχή του παππού σου, κλείσε τα μάθια σου να σε δει… Κλαίει και δεν θέλει να φύγει και σα  ντα δει τα γαλανά σου, δα τον ακούσουνε  όλοι μέσα στην εκκλησσά!»

Σκιάχτηκα, έσκυψα κι εγώ το κεφάλι κι έκανα μέρες να συνέλθω από τη φοβερή της φράση.

Το κατάλαβε και ένα απόγεμα που καθόμασταν στην αυλή μου ‘πε να δοκιμάσω την αμπερόριζα  να νοιώσω την πίκρα του χαμού.

Κάηκε σχεδόν η γλώσσα μου, το έφτυσα γρήγορα-γρήγορα, αλλά  έτσι ένοιωσα τον πόνο της, είπε, και  ξορκίστηκε το κακό.

«Όλα τα κατέχεις μπλιο και γιαντα παίρνουμε μόνο τούτονα  το  λουλούδι στη γιορτή ντω Ψυχώ!»

Κι ύστερα την ερώτησα γιατί άφηνε στη σκάλα της αυλής ένα ποτήρι νερό κάθε βράδυ, για τρεις νύχτες συνεχόμενες και στο σταμνί μας έβαζε ένα μαντήλι καθαρό που ΄χε το μονόγραμμα του παππού.

«Να δροσερέψει οντά δα περνά να κατεβεί κάτω, να σκουπίσει και ντα δάκρυγιά ντου».

Όλα τούτα τα φοβερά ήτανε στην  παράδοση του χωριού μου κι ήταν για μένα φυλακτό πολύτιμο που τα έζησα, κι ας μην τα πολύ καταλάβαινα τότε. Κι ας είχα εφιάλτες αρκετά βράδια μετά, αφού κανείς δεν μου έδινε μια αληθοφανή εξήγηση…

Στις 23 του Ιούνη γιορτάζουμε φέτος την Πεντηκοστή και την επομένη στις 24 του Αγίου Πνεύματος.  Γιορτές με κινητή ημερομηνία που τις καθόρισε η ημέρα του Πάσχα. Η λαϊκή πίστη θέλει να κρατούν τρεις μέρες αυτές οι γιορτές, από το Ψυχοσάββατο που οι ψυχές του Κάτω κόσμου παίρνουν το δρόμο του γυρισμού.

Έθιμο παλιό στην Κρήτη όλες οι χαροκαμένες γυναίκες, οι μάνες να αφήνουν στην πόρτα τους ένα ποτήρι νερό να μην διψά η ψυχή στο μακρινό της ταξίδι στον κάτω κόσμο. Στα Ρουσάλια πάλι, την παλιά γιορτή της βυζαντινής περιόδου ανήκει το έθιμο που θέλει τους τάφους όλους στολισμένους με λουλούδια και τις ψυχές να ακολουθούν τον ήλιο, τούτη την μέρα και την επόμενη της Πεντηκοστής  ή της Κυριακής της Γονυκλισιάς, όπως την γνωρίζουμε από το θρησκευτικό συναξάρι.

Το Ψυχοσάββατο λοιπόν το βράδυ, το πρώτο καυτό του Ιούνη για μας ήταν οι πιο μαγικές ώρες. Η γιαγιά δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε, γιατί στο ταξίδι τους οι ψυχές έλεγε,  ίσως να έπαιρναν μαζί τους αν κοιμόμασταν και το δικό μας πνεύμα στον κάτω κόσμο. Έτσι ξεκινούσε νωρίς τα παραμύθια, κάτω από τον πιο ξάστερο ουρανό.

Πάντα βέβαια το πρωί βρισκόμασταν αγκαλιασμένοι στο μεγάλο κρεββάτι, το σιδερένιο της γιαγιάς που κανείς μας δεν ήξερε πώς τα ‘χαμε καταφέρει. Μας καθησύχαζε πως μας είχε πάρει ο ύπνος το ξημέρωμα γι’ αυτό δεν είχε συμβεί τίποτα από εκείνα τα φοβερά που μας εξιστορούσε.

Κι ύστερα κινούσαμε για την Παναγία, τη γειτονοπούλα μας, την κάτασπρη εκκλησία κι εκείνη  κρατούσε σφιχτά την καλή της τσάντα γιατί είχε μέσα της λίγα φύλλα από την καρυδιά μας*, εκείνη στου Μαρού τον Πόρο κι ένα κάτασπρο μαντήλι…

«Για να γονατίσω, μας εξηγούσε, να αναστηθούν οι ψυχές, να νοιώσει κι ο παππούς πως τον κατευοδώνω! »

Εκεί πάλι γέμιζε κεριά η εκκλησία, που τα καρφώνανε στο πάτωμα ή πάνω σε μεγάλες πιατέλες με κόλλυβα. Μετρούσα και αναμετρούσα και θαύμαζα τα κατάλευκα σεμεδάκια, σημάδι της νοικοκυροσύνης των γυναικών του χωριού.

Την επόμενη μέρα, του Αγίου Πνεύματος, ανεβαίναμε το χάραμα από το παλιό μονοπάτι στο Γιούχτα. Να ανάψουμε ένα κερί στον «Αφέντη Χριστό» να ολοκληρωθεί η Ανύψωση των Ψυχών…

Έτσι μας έλεγε, η γιαγιά, κάνεις μας δεν το έψαχνε, παραπέρα.

Εμείς το θυμάρι μυρίζαμε και την απίστευτη Ανατολή θαμάζαμε…

Χρόνια μετά, έμαθα πως τούτη ημέρα είναι αφιερωμένη στους Φωτογράφους…

Τίποτα τελικά δεν είναι τυχαίο στη ζωή!

 ΠΗΓΕΣ:

Δημ. Σ. Λουκάτος, Τα καλοκαιρινά, ,εκδ. Φιλιππότη

Νίκος Ψιλάκης, Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, εκδ. Καρμάνωρ

Εφημερίδα Καθημερινή

http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr

*Τα φύλλα της καρυδιάς συμβόλιζαν τον μαύρο κόσμο του Άδη, μιας και το χρώμα των χεριών αν τα ακουμπήσουν και τα τρίψουν γίνεται μαύρο και δύσκολα φεύγει…