Σίγουρα η πανδημία, μας υπενθύμισε την αναγκαία του χρήση, αφού ενόψει του κοροναϊού τα μέτρα υγιεινής έπαιξαν και παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Σε πρώτη ζήτηση λοιπόν εκτός από τα διάφορα αντισηπτικά, βρέθηκε η χρήση του σαπουνιού. Ένα προϊόν της παλιάς τοπικής καστρινής βιομηχανίας, το οποίο είχε επικρατήσει από τους προπερασμένους αιώνες, τόσο στις δικές μας, όσο και στις ξένες αγορές. Επρόκειτο για το γνωστό σ’ όλους Κρητικό σαπούνι.

Στην επικράτησή του αυτή, ρόλο πρωτεύοντα και σπουδαίο έπαιξαν τα πρώτα σαπουνοποιεία της Κρήτης, που ανήγαγαν αυτό το βιομηχανικό προϊόν σε είδος περιωπής, καθιστώντας το περιζήτητο αλλά και εμπορεύσιμο αφενός, και αφετέρου δεν μπορούσε να συγκριθεί το ίδιο μπροστά στα άλλα σαπούνια που παρήγαγαν, τα εκτός του νησιού μας και της πόλεώς μας σαπουνοποιεία. Στην άμιλλα αυτή της υπερτηρήσεως και επικρατήσεως του Κρητικού σαπουνιού, ήταν αποφασιστική η ώθηση που έδωσε το σαπουνοποιείο Ανεμογιάννη, από τα πρώτα χρόνια της ιδρύσεώς του.

Γνωστός και φιλοπρόοδος συμπολίτης ο Αντώνιος Ανεμογιάννης, του οποίου η επιχείρηση αυτή ήταν από τις αρχαιότερες του Ηρακλείου, ιδρυθείσα γύρω στα 1850. Άρχισε να λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία, κατανικώντας πολλά εμπόδια που είχε συναντήσει, με αποτέλεσμα να πρωταγωνιστεί, επιβάλλοντας το ποιοτικό κρητικό σαπούνι μέσα και έξω από το νησί μας και κυρίως στις τουρκικές αγορές, όπου υπήρχαν συναγωνιστές, αλλά παράλληλα υπήρχε και πρόσφορο έδαφος κατανάλωσης.

Στο 1885 το σαπουνοποιείο περιήλθε στα χέρια του Ανδρέα Ανεμογιάννη, ο οποίος τελειοποίησε τις εγκαταστάσεις του και μεγάλωσε τον κύκλο των εργασιών, αφού έφερε ειδικούς τεχνίτες με αποτέλεσμα και ποιοτικά και ποσοτικά να βελτιώσει την παραγωγή του προαναφερόμενου προϊόντος. Ο ίδιος συνέχισε να προϊσταται των εργασιών μέχρι το 1905, οπότε και μεταβίβασε την επιχείρησή του στον γυιο του Αντώνιο Ανεμογιάννη.

Επί των ημερών του τελευταίου η επιχείρηση επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό.

σαπουνοποιείο
Ο ίδιος πλούτισε τις εγκαταστάσεις της, προέβη στην προμήθεια κοπτηρίων και μηχανικών σφραγιστηρίων, τα οποία λειτουργούσαν αυτόματα, αύξησε τα καζάνια παραγωγής και μέλημά του ήταν η βελτίωση της ποιότητας, δημιουργώντας τον ξεχωριστό τύπο σαπουνιού, το λευκό και αγνό σαπούνι “φρύνη”, το οποίο κατέκτησε την τοπική αγορά, αλλά και τις αγορές της Τουρκίας, της Αιγύπτου, καθώς και της παλιάς Ελλάδας. Χαρακρητιστικό είναι το δημοσίευμα τοπικής ηρακλειώτικης εφημερίδας για τα σαπούνια “Φρύνην-Ανεμογιάννη”!

“Η “Φρύνην” του κ. Ανεμογιάννη, ιδεώδες αληθώς σαπούνι, με λεπτότατον άρωμα,  έχει και σήμερον το ρεκόρ της κατανανλώσεως εις τας αγοράς της Αιγύπτου. Οι εκεί Έλληνες, τα μεγάλα ξενοδοχεία, ο πολύς κόσμος “Φρύνην” καταναλίσκουν. Τα μεγάλα καταστήματα της χονδρικής πωλήσεως “Φρύνην-Ανεμογιάννη” πέμπουν εις το εξωτερικόν προς κατανάλωσιν. Αυτοί οι Εβραίοι και οι Αραπάδες επιχειρηματίαι, την “Φρύνην “ συνιστούν ως το πιο αγνό και ιδεώδες κρητικό σαπούνι. Απ’ άκρον εις άκρον της Αιγύπτου η “Φρύνην” κυριαρχεί και κατέχει τα σκήπτρα της καταναλώσεως.

Δι’ αυτό και συνεχίζεται εντεύθεν αθρόα η εξαγωγή της προς Αλεξάνδρειαν, την ευσταθεστέραν δηλαδή καταναλωτικήν αγοράν του εξωτερικού.

Βέβαια το ίδιο γίνεται και με την εξαγωγή της προς την Κωνσταντινούπολη”.

Οι Τούρκοι όμως επιβάλλοντας βαρύτατους διασμούς αυτό ανάγκασε τον Ανεμογιάννη να διακόψει τις εξαγωγές και μαζί μ’ αυτό βρήκε την ευκαιρία να τελειοποιήσει την ποιότητα των πυρηνοσαπώνων. Όπως γνωρίζουμε στο σαπούνι γίνονται μεγάλες νοθείες. Αυτές τις νοθείες τις παραμέρισε κατά τρόπο μοναδικό το νέο πράσινο σαπούνι Ανεμογιάννη που άρχισε να κυκλοφορεί ευρύτατα με σήμα το “άλογο”.

Ένα πραγματικά αξιοζήλευτο και πλούσιο σε εμφάνιση προϊόν. Κάτι εντελώς ξεχωριστό! Μετά τη “Φρύνη”  που τόσο υπερείχε ποιοτικά και δίκαια είσε κατακτήσει τις αγορές εσωτερικού και εξωτερικού, οι πυρηνοσάπωνες με το “άλογο” έρχονται να κατακτήσουν ένα νέο πραγματικό ρεκόρ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της οικονομίας και της παραγωγής που μας παραθέτει η εξαίρετη ερευνήτρια και φίλη της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, κυρία Κάλλια Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου η εισοδεία ελαιοκάρπου (βεντέμα) κατά το 1868, προβλεπόταν εξαιρετική και κατά συνέπεια η Μασσαλία δεν θα έχανε την ευκαιρία να τροφοδοτήσει την σαπουνοποιεία της με μεγάλες ποσότητες κρητικού λαδιού αγορασμένου σε καλή τιμή.

Πάντως κατά περιόδους που υπήρχε βεντέμα, η σαπουνοποιεία του νησιού μας απορροφούσε περίπου 5.000 τόνους λαδιού, όταν για  παράδειγμα όλο το λάδι ανέρχονταν σε 22.500 τόνους ετησίως. Το Κρητικό σαπούνι βέβαια χτυπήθηκε και από τον αθέμιτο ανταγωνισμό της Μυτιλήνης και της Ζακύνθου, που πλαστογραφούσαν τις κρητικές φίρμες, προκειμένου να πουλήσουν το προϊόν τους. Κατά τα χρόνια της Κρητικής πολιτείας (1898-1913), η Κρητική σαπουνοποιεία αναπτύχθηκε και με νόμους στηρίχθηκε, με εισαγωγή τεχνολογικού εξοπλισμού η ανάπτυξή της.

Στην πόλη μας εντοπίζεται η σαπουνοβιομηχανία των: ΤΑλιάνη-Αλεπουδέλη-Λιαπάκη-Βασιλάκη που ιδρύθηκε το 1911 και τα σαπούνια είχαν τον “πετεινό” τυπωμένο στην επιφάνειά τους. Ένα άλλο σαπουνοποιείο στην πόλη μας ήταν του Τούρκου Κιαζήμ Κεζηργιαδάκη. Περισσότερους Τούρκους σαπουνοποιούς έχει το Ρέθυμνο κατά την περίοδο αυτή. Γενικά τα κρητικά σαπουνοποιεία ήταν εγκατεστημένα στις κατοικημένες περιοχές των πόλεων του νησιού μας. Πολλές φορές τα απόβλητά τους ήταν ενοχλητικά με αποτέλεσμα να υπάρχουν και αστυνομικές διαταγές απαγορευτικές.

Συνήθως αυτές οι μονάδες ήταν διώροφα σπίτια μαζί με κάποιους βοηθητικούς χώρους, σχετικά μικρούς. Συνήθως, στο ισόγειο ψηνόταν στο καζάνι το σαπούνι, και στο ανώγειο το άπλωναν και γιόταν και η λοιπή κατεργασία του.

Όσοι απασχολούνταν αμοίβονταν όχι μόνο με ημερομίσθιο αλλά κατά αποκοπή. Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε, ότι επρόκειτο για έναν αρκετά σημαντικό βιομηχανικό κλάδο του νησιού μας, τόσο από παραγωγικής, όσο και από εξαγωγικής πλευράς, στηριγμένος στην ντόπια πρώτη ύλη, το λάδι. Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός κατά την περίοδο της Αστυνομίας βελτίωσε και την παραγωγή και την ποιότητα του προϊόντος της, κάτι που οδήγησε και σε καλύτερες ποσοτικά εξαγωγές. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοηθεί και ο ρόλος της ελαιοφορίας σ’ αυτό το ζήτημα.

Πάντως αυτός ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός αποτελεί το κυριότερο σημαντικό βήμα της κρητικής σαπουνοποιείας που της επέτρεψε μετά το 1913, όταν ενώνεται η Κρήτη με την Ελλάδα, να λάβει μια από τις καλύτερες θέσεις στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή αγορά!