Ήταν τότε στο χωριό μου στη Ζίντα στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ξάφνιασε όλους η είδηση ότι τα Χριστούγεννα θα έρθει ραδιόφωνο στο καφενείο. Ο Προκόπης ο καφετζής είχε δώσει την παραγγελία στο Ηράκλειο.
Ήταν πολυσύχναστο το καφενείο του και για τον εξαιρετικό καφέ και γιατί το μπαλκόνι με θέα τον κάμπο και τα λασιθιώτικα βουνά ήταν μια δροσερή ανάσα μετά τον κόπο της μέρας. Η απόφαση για την αγορά υπαγορεύτηκε από το φιλότιμο περισσότερο παρά από την ανάγκη να προσελκύσει πελάτες.
Ήθελε να είναι πρωτοπόρος σε όλα και, όταν άκουγε τους επαίνους για τον μερακλίδικο καφέ αισθάνονταν δικαιωμένος και έστριβε με υπερηφάνεια το μουστάκι.
Ως καφετζής είχε βρει επιτέλους τον χώρο του. Νέος γνώρισε τη Μικρασιατική καταστροφή και έμεινε πέντε χρόνια αιχμάλωτος σε τούρκικο τσιφλίκι. Αργότερα δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τον ρόλο του αγροφύλακα. Η καλοσυνάτη ψυχή του αρνιόταν να στείλει στον αγρονόμο τους φτωχούς ζημιωτές. Προτιμούσε να υπηρετεί, αντί να καταγγέλλει.
Η αξία του ραδιοφώνου ήταν μεγαλύτερη από τον τζίρο μιας χρονιάς, γιατί ο καφές χρεωνόταν μια δραχμή. Προπαραμονή Χριστουγέννων, που αντηχούσε το χωριό από τις σπαραχτικές κραυγές των χοίρων που σφάζονταν, ξεκίνησε ο ίδιος με την πιστή του σύντροφο για να παραλάβει από το διπλανό χωριό το πολύτιμο απόκτημα.
Όταν το μεσημέρι φάνηκαν οι φιγούρες τους να επιστρέφουν, τα χοιροσφάγια σταμάτησαν, τα μικρά παιδιά μεταθέσαμε για λίγο τη χαρά να αποκτήσουμε μια ακόμα «φούσκα» για παιχνίδι και μικροί μεγάλοι μαζευτήκαμε στο ξέφωτο. Η υποδοχή ήταν πάνδημη και ο Προκόπης με ευλάβεια ιερέως που σηκώνει τα Άγια απόθεσε το πολύτιμο φορτίο στο ράφι, που είχε για την περίσταση στολιστεί.
Θυμιάστηκε φυσικά πρώτα, στολίστηκε το παράξενο μαγικό αντικείμενο με πολύχρωμες χάντρες, καλύφθηκε με ξεχωριστό κεντητό, συνδέθηκαν οι πόλοι με την υγρή μπαταρία και, όταν με δέος ο καφετζής γύρισε το κουμπί, γέμισε ο τόπος μελωδίες.
Τα χειροκροτήματα μπλέχτηκαν με τα σταυροκοπήματα και τις ευχές. Ένας-ένας περνούσαν οι χωριανοί να ευχηθούν «καλορίζικο» στο ζευγάρι που είχε στηθεί δεξιά και αριστερά. Ευχαριστούσε ο Προκόπης και με τα δάχτυλα χάιδευε την κοκάλινη όψη του ραδιοφώνου για να διώξει κάποια σκόνη και να αισθανθεί με τα δάχτυλα τον ήχο.
Η παρουσία του ραδιοφώνου κατέλυσε το ανδρικό άσυλο του καφενείου, γιατί γειτόνισσες και φίλες έρχονταν να ακούσουν τη θεία λειτουργία. Έλεγαν ότι αισθάνονταν και το άρωμα του λιβανιού και η παιδική μου φαντασία δεν είχε λόγο να μην το πιστέψει.
Αφού έφταναν από την Αθήνα οι ψαλμωδίες, γιατί να μην έρθουν και οι μυρωδιές; Ανήμερα Χριστουγέννων μαγεύτηκε το αυτί μου από τους υπέροχους εορταστικούς ύμνους, τα τσάμικα και τα νησιώτικα τραγούδια.
Ήμουν προνομιούχος, γιατί είχαμε αδελφική φιλία με τα παιδιά του καφετζή, μια φιλία που δεν έφθειρε ο χρόνος, και μου επιτρεπόταν να ακούω στον ελεύθερο χρόνο μου από τη σοβαρή φωνή του εκφωνητή άγνωστες λέξεις της καθαρεύουσας και να προσπαθώ να τις αποκρυπτογραφήσω. Αγαπήσαμε όλοι αυτόν τον ξεχωριστό φίλο και η απάντηση «το είπε το ράδιο» αποστόμωνε κάθε αντίρρηση.
Συγχρονίστηκαν και οι δουλειές με την ώρα του πρωινού δελτίου. Μόλις άρχιζε το σήμα άκρα σιωπή βασίλευε μέχρι να τελειώσει. Ύστερα ένας-ένας ξεκινούσε για τη δουλειά της μέρας και εγώ για το Γυμνάσιο στο διπλανό κεφαλοχώρι. Με υπερηφάνεια έπαιρνα τον δρόμο όταν κατόρθωνα να ερμηνεύσω κάποια λέξη που δεν είχαν καταλάβει και επιβεβαιωνόταν μέσα μου η πεποίθηση πόσο χρήσιμα είναι τα γράμματα που μάθαινα.
Διατηρήθηκε πολλά χρόνια στην ίδια θέση το ραδιόφωνο κα φάνταζε τεράστιο, όταν βγήκαν τα νέα μοντέλα με το μικρό σχήμα. Κράτησε τη μαγεία του ακόμη και όταν τέλειωσα το Πανεπιστήμιο και με χαρά κατέβαινα εκεί για να ακούσω τις πρωινές ειδήσεις από τις γνώριμες φωνές.
Μαζί του είχαμε ξενυχτήσει πολλά βράδια, ιδιαίτερα όταν ακούγαμε τα εκλογικά αποτελέσματα και σημειώναμε ψήφους σε χαρτιά και μετρούσαμε και ξαναμετρούσαμε. Εκτοπίστηκε από την τηλεόραση.
Εκείνη φυσικά δεν απόκτησε ποτέ τη μαγεία του ραδιοφώνου και η μυστηριακή του παρουσία επανέρχεται συχνά στη μνήμη μου και μου ξυπνά μορφές που έχουν φύγει από τη ζωή, αναμνήσεις της νιότης με την κρυφή τους γοητεία και τη φωνή του Προκόπη που έστηνε το αυτί του, ακουμπούσε με το κεφάλι στο χέρι, κάποιες στιγμές χάιδευε το ραδιόφωνο και με φωνή συγκινημένη έλεγε στην εκφωνήτρια
-Πες τα κοπέλα μου.