Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη*

Τα κάλαντα είναι δημοτικά άσματα, ευχετικά και εγκωμιαστικά, που ψάλλονται εθιμικά κάθε χρόνο την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών, όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων ή του Λαζάρου.

Πήραν το όνομά τους από την εορτή των Καλανδών ή Καλενδών, που ήταν η επισημότερη εορτή του ρωμαϊκού εορτολογίου και εορταζόταν την 1η Ιανουαρίου.

Έχουν σχέση με τα «χελιδονίσματα» των αρχαίων, που τραγουδιούνταν την 1η Μαρτίου (ονομάστηκαν «χελιδονίσματα» τα τραγούδια αυτά, καθώς το πρωί της ημέρας αυτής τα παιδιά της σχολικής ηλικίας γύριζαν τα σπίτια, κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, και τραγουδούσαν τον ερχομό της ανοίξεως και την επιστροφή των χελιδονιών).

Το «χελιδόνισμα» των αρχαίων, που το διασώζει ο Αθήναιος (περί το 200  μ.Χ.), άρχιζε ως εξής:

ἦλθ’, ἦλθε χελιδὼν

καλὰς ὥρας ἄγουσα,

καλοὺς ἐνιαυτούς,

ἐπὶ γαστέρα λευκά,

ἐπὶ νῶτα μέλαινα.

Δηλαδή: «ήρθε, ήρθε το χελιδόνι φέρνοντας καλοκαιρία και καλοχρονιά‧ η κοιλιά του είναι άσπρη, η ράχη του μαύρη». Ακολουθούσαν αιτήματα προς τους οικοδεσπότες για φιλοδωρήματα, όπως συμβαίνει και σήμερα στα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Προτού αναφερθούμε στο θέμα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Γέννηση του Χριστού προ της 4ης εκατονταετηρίδας εορταζόταν μαζί με τη Βάπτισή Του, σε μια κοινή εορτή που ονομαζόταν Επιφάνια ή Θεοφάνια.

Η διάκριση των δύο εορτών έγινε περί το 330 στη Ρώμη. Έτσι, ακολουθώντας το παλιό ρωμαϊκό έθιμο των καλάντων, οι χριστιανοί δημιούργησαν τα χριστιανικά κάλαντα, δηλαδή τα δημώδη άσματα που ψάλλουν τα γεγονότα της Γέννησης και Βάπτισης του Χριστού και που, μαζί με τους επαίνους και τις ευχές των καλαντιστών προς τον οικοδεσπότη, την οικοδέσποινα και τα άλλα μέλη της οικογένειας, διατηρούν και τα αιτήματα για φιλοδώρημα.

Τόσο στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα όσο και στα κάλαντα των Θεοφανίων, κεντρικό πρόσωπο είναι ο Χριστός. Έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε πώς προσλαμβάνει ο ανώνυμος ποιητής το γεγονός της Γέννησης καθώς και τα πρόσωπα του Χριστού και της Παναγίας.

Να σημειωθεί ότι εκτός από τα κοινά για όλη την Ελλάδα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, κάθε περιοχή έχει και τα δικά της κάλαντα, που τραγουδιούνται σε διαφορετικό ήχο και ρυθμό, διατηρώντας και στοιχεία της ντοπιολαλιάς. Έτσι έχουμε τα μωραΐτικα κάλαντα, τα κρητικά, τα θρακιώτικα, τα κάλαντα των Δωδεκανήσων, της Μ. Ασίας, της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, τα ποντιακά, τα ηπειρώτικα, τα βυζαντινά κ.ά.

Ξεκινώντας από τα κοινά για όλη την Ελλάδα κάλαντα, παρατηρούμε ότι υπάρχει ένα προοίμιο, όπου προαναγγέλλεται το θέμα, που είναι η του Χριστού Θεία Γέννηση. Η συνέχεια δεν είναι άλλο από μια ποιητική αφήγηση των γεγονότων της Γέννησης, εμπνευσμένη από τις αφηγήσεις των ευαγγελιστών Λουκά και Ματθαίου.  Πρώτα, από την ευαγγελική αφήγηση του Λουκά (κεφ.2):

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

 

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων

ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.

 

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το “Δόξα εν Υψίστοις”

και τούτων Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.

Ακολουθεί η περιγραφή των γεγονότων που σχετίζονται με την προσκύνηση των μάγων και όσα την ακολούθησαν, εμπνευσμένη από τον ευαγγελιστή Ματθαίο (κεφ. 2). Στην αφήγηση των δραματικότατων αυτών γεγονότων (συνάντηση των μάγων με τον Ηρώδη, προσκύνηση, φυγή προς την πατρίδα τους χωρίς να επιστρέψουν στον Ηρώδη, η φυγή του Χριστού στην Αίγυπτο και σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ) ο ανώνυμος ποιητής αφιερώνει είκοσι δίστιχα, δηλαδή πολύ περισσότερα από όσα αναφέρονται στην περιγραφή του Λουκά.

Τούτο προφανώς γίνεται, επειδή τα γεγονότα που αφηγείται ο Ματθαίος είναι εξαιρετικά δραματικά και συγκινούν πολύ περισσότερο από την αφήγηση του Λουκά. Στην ποιητική αφήγηση των καλάντων, εκτός από τις αρχαιοπρεπείς λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής και που παραπέμπουν στην ευαγγελική αφήγηση, παρατηρούμε και κάποια σχόλια και προσθήκες που δεν υπάρχουν στην ευαγγελική αφήγηση.

Π.χ. οι μάγοι «με πόθον ερωτώσι», ο Ηρώδης «έγινε θηριώδης», «ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν, μη του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν», ο Ηρώδης «ο μισόθεος» σκοπό έχει να «αφανίσει» τον Χριστό, τα σφαγέντα νήπια αριθμούνται σε 14000. Επίσης, ο ποιητής φαίνεται να έχει θεολογικές γνώσεις, γιατί ερμηνεύει τη σημασία των δώρων των μάγων:

Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:

σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

 

Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,

τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.

 

Επομένως, τα κοινά κάλαντα, καθώς η όλη αφήγηση ελάχιστα απέχει από τις ευαγγελικές αφηγήσεις, λειτουργούσαν διδακτικά, κως ένας τρόπος δηλαδή να μάθει ο λαός τα γεγονότα της Γέννησης του Χριστού και όχι μόνο να τα μάθει αλλά και να τα βιώσει.

Στα μωραΐτικα και στα μικρασιάτικα κάλαντα (κάλαντα της περιοχής της Ερυθραίας) ο Χριστός παρουσιάζεται εντελώς διαφορετικά.

Χριστούγεννα – πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.

Εβγάτε νιοι και μάθετε πού ο Χριστός γεννιέται,

γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα.

Το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες,

και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες.

Στα κάλαντα αυτά τα Χριστούγεννα θεωρούνται ως η πρώτη γιορτή του χρόνου, επειδή, όπως είπαμε ήδη, συνέπιπταν περίπου με τη ρωμαϊκή πρωτοχρονιά ή και επειδή, όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τα Χριστούγεννα είναι η «μητρόπολη» των εορτών. Εκείνο που παρατηρούμε εδώ είναι ότι λείπει η αφήγηση των γεγονότων της Γέννησης, λείπει δηλαδή το δραματικό στοιχείο για το οποίο μιλήσαμε.

Αναγγέλλεται η Γέννηση του Χριστού, σαν ο Χριστός να ήταν ένα αρχοντόπουλο που ανατρέφεται με μέλι και γάλα. Η φράση αυτή είναι από την Π. Διαθήκη, όπου η γη της επαγγελίας την οποία είχε υποσχεθεί ο Θεός στους Ισραηλίτες ήταν «γη ρέουσα μέλι και γάλα» (Έξοδ. 3,8). Αλλά και η Παναγία στον Ακάθιστο Ύμνο υμνείται ως αυτή «εξ ης ρέει μέλι και γάλα». Η φράση υποδηλώνει τον πλούτο και την  ευμάρεια.

Επομένως ο Χριστός, όπως περιγράφεται εδώ, δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό των Ευαγγελίων. Ποιος ο λόγος όμως αυτής της διαφοροποίησης; Είναι πιθανόν ο ποιητής να ήθελε αφενός να υποδηλώσει τη βασιλική ιδιότητα του Χριστού και, αφετέρου, να συνδέσει τη φράση «μέλι και γάλα» με τους αφεντάδες και τις κυράδες, να τονίσει δηλαδή τον πλούτο τους, ώστε να ακολουθήσουν οι έπαινοι και τα εγκώμια για όλη την οικογένεια και τα αιτήματα για πλούσιο φιλοδώρημα.

Πρέπει, ωστόσο, να πούμε ότι και στα νανουρίσματα συχνά το βρέφος αποκαλείται από τη μητέρα του ρηγόπουλο, παιδί της Ρήγισσας κ.ά.

Περνάμε τώρα στα κάλαντα της Θράκης. Στα κάλαντα αυτά το βάρος πέφτει όχι στον Χριστό αλλά στην Παναγία μητέρα Του. Η Παναγία περιγράφεται σαν μια απλή γυναίκα που κοιλοπονά:

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες

κι ή Παναγιά μας κοιλοπονούσε

Οι πόνοι της επίτοκης την κάνουν να παρακαλέσει για τη θεία βοήθεια: η Παναγία παρακαλεί τους αγίους και τους Αποστόλους, ζητώντας να της βρουν μαμή. Ώσπου να βρουν, όμως, τη μαμή:

Η Παναγιά μας ξελευτερώθη

μέσα στις δάφνες μεσ΄ στα λουλούδια

 

Μέσα στις δάφνες μέσ΄ στα λουλούδια

κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι.

Τι παρατηρούμε σ’  αυτά τα κάλαντα; Υπάρχει πρώτα-πρώτα ένα πρωθύστερο: η Παναγία ζητά βοήθεια από τους Αποστόλους και τους αγίους, την ώρα που γνωρίζουμε ότι η κλήση των Αποστόλων έγινε όταν ο Χριστός έγινε τριάντα χρόνων, ενώ οι άγιοι εμφανίστηκαν αργότερα. Ζητά δηλαδή βοήθεια από πρόσωπα ανύπαρκτα εκείνη τη στιγμή. Αυτό δηλώνει ότι ο ανώνυμος ποιητής είχε κατά νουν τη συμπεριφορά των απλών γυναικών κατά την ώρα που κοιλοπονούσαν, οι οποίες την ώρα του πόνου επικαλούνται τη θεία βοήθεια αλλά και την παρουσία της μαμής.

Η Παναγία, δηλαδή, ταυτίζεται με μια απλή γυναίκα του λαού, η οποία κοιλοπονά. Εδώ υπάρχει άλλη μια διαφορά του ποιητή προς αυτό που λέει η εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η Παναγία γέννησε τον Χριστό δίχως πόνους. Στα εγκώμια της Μ. Παρασκευής η Παναγία παρουσιάζεται να λέει: «Μόνη γυναικών, χωρὶς πόνωνν έτεκόν σε Τέκνον»: η Παναγία είναι η μοναδική από όλες τις γυναίκες που γέννησε το παιδί της χωρίς πόνους της γέννας.

Στη συνέχεια, ο ποιητής λέει ότι η Παναγία γέννησε τον ήλιο και το φεγγάρι, υποδηλώνοντας την ομορφιά του βρέφους, κάτι που μπορεί να συσχετιστεί με αυτό που λέει η υμνογραφία για τον Χριστό, ότι δηλαδή ήταν «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», που σημαίνει ότι ο Χριστός ήταν ο πιο όμορφος από όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο, και στα νανουρίσματα το μωρό συχνά αποκαλείται από τη μητέρα του «ήλιος» ή «φεγγάρι» έτσι, ώστε τα κάλαντα να παραπέμπουν σε παρόμοιες εκφράσεις της δημοτικής μας ποίησης.

Τα ποντιακά κάλαντα διαφέρουν πολύ από τα υπόλοιπα, επειδή, ενώ στην αρχή αναφέρονται στη Γέννηση του Χριστού και στην ανατροφή του από την Παρθένα, στη συνέχεια τα γεγονότα παραπέμπουν στα Πάθη Του:

Έρπαξαν άτόν οι χιλ’ Εβραίοι

χίλ’ Εβραίοι και μίρ’ Εβραίοι

χιλ’ Εβραίοι και μιρ’ Εβραίοι.

 

Ασ’ ακρέντικα κι άσ’ σην καρδίαν

αίμαν έσταξεν, χολήν κι εφάνθεν.

ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον μύρος έτον και μυρωδία.

 

Σύμφωνα με τους στίχους αυτούς, αμέσως μετά τη Γέννησή Του, χιλιάδες και μυριάδες Εβραίοι άρπαξαν τον Χριστό, απ’ του οποίου την καρδιά έσταξε αίμα και χολή, που όμως ήταν μύρο και ευωδία. Το αίμα παραπέμπει στη σταύρωση του Χριστού και η χολή στο υγρό με το οποίο οι Εβραίοι πότισαν τον Ιησού, όταν φώναξε «διψώ!».

Θεωρώ ότι τα κάλαντα σχετίζονται με τα παθήματα του ποντιακού Ελληνισμού αλλά και με κάποιες αρνητικές αντιλήψεις για τους Εβραίους που επικρατούσαν τότε, με αφορμή το ρόλο τους στη σταύρωση του Χριστού. Ο άγνωστος λαϊκός ποιητής, κατά κάποιο τρόπο, προαναγγέλλει το θείο Πάθος, ήδη από τη Γέννηση του Χριστού.

Τα βυζαντινά, τέλος, κάλαντα έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Από μορφική άποψη, τα κάλαντα αυτά αποτελούνται από 24 στροφές, που έχουν αλφαβητική ακροστιχίδα (ένα στοιχείο που συναντούμε στην υμνογραφία), δηλαδή κάθε στροφή αρχίζει κι από ένα γράμμα της αλφαβήτου. Ιδού οι δύο πρώτες στροφές:

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν,

και εν τη Παρθένω κατώκησεν.

 

Έρουρεμ, έρουρεμ

έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!

 

Βασιλεύς των όλων και Κύριος

ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.

 

Έρουρεμ, έρουρεμ

έρου, έρου, έρουρεμ, Χαίρε Άχραντε!

 

Βλέπουμε ότι η πρώτη στροφή αρχίζει με το γράμμα Α, η δεύτερη με το Β κ.ο.κ. Επίσης, τα κάλαντα αυτά έχουν εφύμνιο (χαίρε Δέσποινα, χαίρε Άχραντε), όπως π.χ. στον Ακάθιστο Ύμνο, και συνοδεύονται από το «ερουρέμ», δηλαδή από αυτό που στη βυζαντινή μουσική ονομάζεται «κράτημα», επειδή ψάλλεται όταν η ακολουθία πρέπει να «κρατήσει», να διαρκέσει πολύ.

Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε την λόγια, αρχαιοπρεπή γλώσσα των καλάντων: χρήση απαρεμφάτων, μετοχών, αρχαίου παρακειμένου, δοτικής κ.ά. Από την άποψη του περιεχομένου παρατηρούμε ότι τα βυζαντινά κάλαντα (τα οποία δεν περιέχουν εγκώμια στους οικοδεσπότες ούτε και αιτήματα για φιλοδώρημα) είναι κάλαντα με σαφώς θεολογικό χαρακτήρα, πιθανόν έργο κάποιου ιερωμένου, διότι εκτός από τη σύντομη αναφορά στο γεγονός της προσκύνησης των μάγων, περιέχουν και θεολογικές εκφράσεις που ερμηνεύουν το γεγονός της Σαρκώσεως του Θεού. Δυο παραδείγματα:

Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς

επεδήμησεν

 

Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις

άρρητος

 

Ο μακροθυμήσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει

τα πταίσματα.

Ο  Χριστός παρουσιάζεται ως ο Βασιλεύς και Κύριος των πάντων που ήλθε να αναπλάσει τον Αδάμ, δηλαδή το ανθρώπινο γένος. Είναι «ο προαιώνιος Βασιλεύς» που «τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος», η Γέννησή Του είναι «παράδοξον θέαμα» μπροστά στο οποίο οι «τάξεις των αγγέλων εξέστησαν» και «ύμνους και δεήσεις ανέμελπον τω πάντων δεσπότη και άνακτι».

­Τα κάλαντα έχουν και είχαν πάντα μια ξεχωριστή σημασία για τα έθιμα των χριστουγεννιάτικων εορτών. Έρχονται από το βάθος του χρόνου και σηματοδοτούν τον τρόπο με τον οποίο ο ορθόδοξος λαός μας προσέλαβε το   μέγα γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού.

Ακόμη και σήμερα που τα κάλαντα τραγουδιούνται με σκοπό τα λίγα ή περισσότερα χρήματα, τα κάλαντα αποτελούν ένα αναπόσπαστο στοιχείο της γιορτής των Χριστουγέννων, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο Χριστός.

Θα έλεγα ότι αυτό το κεντρικό πρόσωπο για το οποίο  μας μιλούν τα κάλαντα τείνει να μείνει στο περιθώριο και κινδυνεύουμε να εορτάζουμε σήμερα Χριστούγεννα χωρίς Χριστό.

Δηλαδή να εορτάζουμε μια εορτή ανεπίγνωστα, χωρίς να καταλαβαίνουμε το περιεχόμενό της κι αυτό είναι το πιο τραγικό. Μήπως πρέπει να ξαναβρούμε τούτες τις μέρες, έστω και για λίγο, την παιδική μας ηλικία, να γίνουμε πάλι παιδιά, για να νιώσουμε και πάλι τη χαρά της γιορτής;