Είναι γνωστό ότι στην Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει η έννοια και η αρετή της ευσέβειας. Κατά την ώρα, μάλιστα, της Θείας Λειτουργίας, ο αρχιερέας δέεται “Κύριε, σώσον τους ευσεβείς”.
Ως προς το περιεχόμενό της, η ευσέβεια σημαίνει σεβασμός προς τον Θεό που γίνεται βιωματικός τρόπος ζωής, ως πράξη στην καθημερινή ζωή για τον πλησίον. Ήδη, όμως, από τον 17ο αιώνα παρουσιάστηκε ο λεγόμενος ευσεβισμός ή πιετισμός (pietismus), ένα κίνημα του προτεσταντισμού και της Δυτικής μεταρρύθμισης, ιδίως με τους λεγόμενους “πουριτανούς”.
Στην κυριολεξία ο ευσεβιστής δίνει σημασία, μέχρι και σήμερα, στην προσωπική, ατομική ευσέβεια. Και αυτό φανερώνει ένα επίπλαστο τρόπο ζωής, υποκριτικό, ανεξάρτητο από τις αιώνιες αλήθειες της πίστης. Ο ευσεβιστής έτσι οδηγείται στον θρησκευτικό αγνωστικισμό, με την προβολή μιας ηθικολογικής σκοπιμότητας. Διαθέτει μια μορφή προσωπείου, μάσκας, και, ως εκ τούτου, καθίσταται ξένος προς την πραγματική ευσέβεια και το βίωμά της.
Εκείνος και οι όμοιοί του προβάλλονται ως οι πιο γνήσιοι και οι πιο καθαροί, γι’ αυτό επιζητούν θαυμαστές και περιβάλλονται από οπαδούς. Ο Ιησούς, όμως, δεν είχε οπαδούς, θεωρούσε τους μαθητές του “εταίρους”, δηλαδή φίλους. Εξ ου και το γνωστό “εταίρε, εφ’ ώ πάρει” (φίλε γιατί ήλθες) (Ματθαίος, κστ, 50), όταν απευθύνθηκε στον Ιούδα, ακόμη και την έσχατη στιγμή της προδοσίας.
Είναι το ίδιο που έπραττε και ο αγωνιστής παπα-Γιώργης Πυρουνάκης. Όταν του ειπώθηκε από τον γράφοντα, τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, ότι είναι οπαδός των απόψεών του, απάντησε έντονα ότι “δεν θέλω οπαδούς, επιθυμώ να έχω μόνο φίλους”.
Θα προσθέταμε ότι οι ευσεβιστές διαθέτουν μια “εγωιστική ταπεινοφροσύνη”, δοξολογικής, οπαδικής μορφής, προβάλλονται ως οι υπεράγαν ηθικοί, κατά τρόπο υποκριτικό. Επιπλέον, απορρίπτουν τη χαρά της ζωής, κινούμενοι δήθεν μεταξύ ντροπής και ενοχής, για να κερδίσουν με “μυστικοπάθεια” την Ουράνιο Βασιλεία.
Κατά τον σπουδαίο, όμως, Ρώσο Θεολόγο Alexander Schmemann (Αλέξανδρο Σμέμαν), αν ο χριστιανισμός ήταν άδολος “μυστικισμός”, άδολη “εσχατολογία” δεν θα χρειαζόταν γιορτές και πανηγύρια. Μια άγια ψυχή θα κρατούσε την κρυφή γιορτή της χώρια από τον κόσμο, σε όσο ποσοστό θα μπορούσε να λευτερώσει τον εαυτό της από τον καιρό του κόσμου. Αλλά η χαρά δόθηκε στην Εκκλησία για χάρη του κόσμου -ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να γίνει μάρτυρας της χαράς και να μεταμορφώσει με τη χαρά τον κόσμο” (Για να ζήσει ο κόσμος, εκδόσεις ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 19822, σ. 81).
Είναι γνωστό ότι και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου είναι μήνυμα ελευθερίας και στοχασμού, απαγκίστρωση από υποκριτικά ιουδαϊκά έργα και τις τυπικές διατάξεις. Είναι χαρακτηριστική η προτροπή του “τη ελευθερία ημάς Χριστός ελευθέρωσε· στήκετε ουν και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε” (Γαλάτας 5,1). Μ’ άλλα λόγια, με την ελευθερία μάς ελευθέρωσε ο Χριστός, μείνετε λοιπόν σταθεροί και μην υποκύπτετε πάλι στο ζυγό της δουλείας.
Ο άνθρωπος, συνεπώς, δεν σώζεται από τυπικές, ηθικολογικές ή νομικές διατάξεις, όπως λέει πάλι ο ίδιος Απόστολος “ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου” (Γαλάτας 2,16). Δεν σώζεται, δηλαδή, ο άνθρωπος από την τήρηση του νόμου.
Δυστυχώς, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την καθιέρωση της κρατικής, νομικής εκκλησίας, εφαρμόστηκε η γραφειοκρατικού τύπου εκκλησιαστική εξουσία, με την ανώτατη, κρατικής μορφής, αρχή. Χάθηκε έτσι η συλλογικότητα και έχει μετατραπεί σε προτεσταντίζουσα “ατομική θρησκευτικότητα”, κατά τον καθηγητή Πέτρο Βασιλειάδη (Η Ορθοδοξία στο σταυροδρόμι, Παρατηρητής, Αθήνα 1992, σ. 111).
Είναι μια ατομικίστικη, επιφανειακή, αντίληψη, κατ΄αναλογίαν του σύγχρονου αμερικανικού θρησκευτικού μοντέλου, που κάνει λόγο όχι περί μιας συγκεκριμένης θρησκείας, αλλά για μια επίσκεψη σε όποια σύναξη βρεθεί μπροστά ο άνθρωπος: “πήγαινε στην Εκκλησία, σ’ όποια Εκκλησία, στη Συναγωγή, στο Τέμενος”.
Κατά παρόμοιο τρόπο, στον ορθόδοξο ελλαδισμό η Θεολογία κλήρου και λαού περιορίζεται στην απλή θρησκευτική μορφή και το ανθρώπινο πρόσωπο κατακερματίζεται και καλείται να εκπληρώσει τις ατομικές θρησκευτικές του ανάγκες και υποχρεώσεις, ερήμην του πλησίον, της ενορίας και της ευρύτερης Εκκλησίας. Δημιουργείται, δηλαδή, μια κατ’ όνομα μόνο Εκκλησία. Η Ορθοδοξία ιδεολογικοποιείται και καθίσταται υπόθεση του κάθε ατόμου, περιθωριοποιείται ως βίωμα και ζωή.Κατά συνέπεια, “η περιθωριοποίηση της Ορθοδοξίας αποκλειστικά στη θρησκευτική σφαίρα -πέρα από την υποδαύλιση ευσεβιστικών τάσεων στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας, που οδήγησε την κοινωνία μας σε πουριτανικές επιλογές με τους συνακόλουθους ηθικούς εκφυλισμούς- είχε ως συνέπεια και την περιθωριοποίηση της κοινωνικής διάστασης της Εκκλησίας” (Βασιλειάδης, ό.π., 113).
Οι τάσεις αυτές αυξάνουν τον ατομικισμό και την ομαδοποίηση. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καλλιεργείται η ιδέα των τάξεων στο σώμα της Εκκλησίας. Παρουσιάζεται, συνεπώς, η δυαρχία κληρικών και λαϊκών, κοσμικών και μοναχών, συντηρητικών παραδοσιακών, εν προκειμένω συνωμοσιολόγων και αντιεμβολιαστών, αντίθετων στους προοδευτικούς διανοούμενους, που επιζητούν τη “μόρφωση”, τον φωτισμό όχι μόνο της ψυχής αλλά και του νου για τα θέματα του κόσμου.
Αυτοί οι τελευταίοι είναι εκείνοι που ακολουθούν, επίσης, την προτροπή των “Μακαρισμών” “υμείς εστέ το φως του κόσμου” και χωρίς να υπεραίρονται με το “ου δύναται πόλις κρυβήναι όρους κειμένη” (δεν είναι δυνατὸν να κρυφτεί πόλη, που βρίσκεται πάνω σ’ ένα βουνό), δεν ταπεινοφρονούν, επίσης, ψευδώς. Ισχύει μάλιστα γι’ αυτούς η ρήση “ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό το μόδιον, αλλά επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοίς εν τη οικία” (Ματθαίος ε,14).
Δεν ανάβουν, δηλαδή, το λυχνάρι και το τοποθετούν κάτω από το μόδιο (τον κάδο), αλλά πάνω στο λυχνοστάτη και έτσι λάμπει σε όλους που βρίσκονται στο σπίτι.
Η ιδιωτικοποίηση, μαζί με τη νομικίστικη αντίληψη, με τις όποιες αντιφατικές μορφές αναφέρθηκαν, μετατρέπουν την Εκκλησία “από ευχαριστιακή κοινωνία προσώπων χαρισματικής μορφής και εσχατολογικού χαρακτήρα σε θεσμό και νομικής φύσεως καθίδρυμα”. Οδηγούν στην αναγωγή των ιερών κανόνων από θεραπευτικά μέσα σωτηριολογικού χαρακτήρα σε καθοριστικούς όρους προσδιορισμού του χαρακτήρα και της πράξης της Εκκλησίας, σε τυπολογικό νομικό τρόπο συμπεριφοράς.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια μορφή δεύτερου πεπτωκότος ανθρώπου. Και του πεσμένου εκ νέου ανθρώπου “η θρησκεία αυτή δέχτηκε να περιορίσει το Θεό σε μια περιοχή λεγόμενη “ιερή” (“πνευματική”, “υπερφυσική”) -περιοχή αντίθετη από τον “βέβηλο” κόσμο” (Schmemann, 22), όπως θεωρεί τον φυσικό κόσμο αλλά και τον κοινωνικό, για τον οποίο αδιαφορεί, τον καταστρέφει ή τον απεχθάνεται ως “βέβηλο”, ανίερο και ακάθαρτο.
Επιμένοντας στη θέση αυτή ο Schmemann, τονίζει ότι τη χριστιανική λειτουργία, μια “ιερή” θρησκευτική πράξη την θεωρούμε απλά “λειτουργική” ή “τελετουργική” μόνο πράξη, χωρισμένη από τον κόσμο, από τη “βέβηλη ζωή της Κοινότητας” (Schmemann, 30).
Η αγαπητική στροφή, συνεπώς, προς τον “κόσμο”, τον φυσικό και του ανθρώπου την κοινωνία, η γνώση αυτού του “κόσμου”, αλλά κυρίως η έμπρακτη αγάπη προς αυτόν, “είναι μάλλον το φτάσιμο σε μια θέση πλεονεκτική από όπου μπορούμε να ατενίσουμε πιο βαθιά την πραγματική ζωή του κόσμου”, να γνωρίσουμε την έσχατη πραγματικότητα της ζωής.
* Ο κ. Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ.- συγγραφέας