«Σε αντίθεση με την ιστορία, η μνημοϊστορία δεν ασχολείται με το παρελθόν ως έχει, αλλά μόνο με το παρελθόν έτσι όπως ανακαλείται στη μνήμη […]». Ο Γιαν Άσμαν στον οποίο ανήκει η άποψη αυτή και ο οποίος εισήγαγε τον όρο «μνημοϊστορία» (Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση, Gutenberg, 2022, σ. 137) πρεσβεύει ότι το παρελθόν δεν «προσλαμβάνεται» απλώς από το παρόν, αλλά ότι το παρόν «στοιχειώνεται» από το παρελθόν και το παρελθόν διαμορφώνεται, επινοείται, επανεφευρίσκεται και ανακατασκευάζεται από το παρόν.

Την άποψη αυτή αποδεικνύει η Ελένη Ψαραδάκη στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα  έρευνά της που κρυσταλλώθηκε σε μια αισθητικά άρτια έκδοση από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς. Η νεαρή συγγραφέας, διδάκτωρ ήδη Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, με ερευνητικό αντικείμενο τις «μνήμες πατρίδων» και την αναπαραγωγή ταυτότητας στους Τουρκοκρητικούς του Bodrum, με πολλές και αξιόλογες σχετικές δημοσιεύσεις, ήταν η πλέον κατάλληλη να αναδείξει και να ερμηνεύσει επιβιώσεις του παρελθόντος στο παρόν.

Στη μελέτη της εξετάζει, συγκεκριμένα, την περίπτωση των Μουσουλμάνων προσφύγων που αναχώρησαν από την Κρήτη και εγκαταστάθηκαν στο Bodrum με την Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923. Αντικείμενο της έρευνάς της αποτελούν οι απόγονοι των Μουσουλμάνων «ανταλλάξιμων», γνωστοί ως «Τουρκοκρητικοί». Πρόκειται για κρητικής καταγωγής Μουσουλμάνους που ζουν στη συγκεκριμένη περιοχή. Η Ψαραδάκη εντοπίζει και μελετά την «κρητικότητα», τα στοιχεία δηλαδή εκείνα που οι Τουρκοκρητικοί ονοματίζουν και θεωρούν κρητικά. Πρόκειται για μια φαντασιακή σύλληψη ενός μακρινού παρελθόντος που παραπέμπει στην Κρήτη.

Μελετώντας  η συγγραφέας την προφορική ιστορία και τις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων (φαγητό, γλώσσα, μουσικές παραδόσεις) εξετάζει πώς κατασκευάζεται ό,τι τελικά ορίζεται ως κρητική καταγωγή. Εγκύπτοντας στις  αναμνήσεις των σημερινών Τουρκοκρητικών, μελετά τις μνήμες αλλά και τα πλαίσια εντός των οποίων αυτές μετασχηματίζονται. Εξετάζει λοιπόν το προσφυγικό ζήτημα μέσα από μια νέα οπτική αξιοποιώντας ευρύτατη σχετική ελληνική, τουρκική και αγγλική βιβλιογραφία.

Γιατί επιλέχτηκε ως πεδίο έρευνας η πόλη του Bodrum; Προφανώς επειδή από εκεί κατάγονταν οι Μικρασιάτες της Νέας Αλικαρνασσού Ηρακλείου, μιας περιοχής την οποία η συγγραφέας έχει μελετήσει σε προγενέστερη έρευνα (Μνήμες στους Μικρασιάτες πρόσφυγες της Νέας Αλικαρνασσού Ηρακλείου Κρήτης, 2012). Από την περιεκτική Εισαγωγή της μαθαίνουμε ότι η επιτόπια έρευνα στο Bodrum κράτησε επτά μήνες και πραγματοποιήθηκε από το 2013 έως το 2016.

Στα οκτώ κεφάλαια του βιβλίου παρουσιάζεται το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητικές υποθέσεις και οι στόχοι της επιτόπιας έρευνας. Πατώντας γερά πάνω στο ιστοριογραφικό πλαίσιο η συγγραφέας παρουσιάζει εν συντομία την οθωμανική κατάκτηση της Κρήτης και τους εξισλαμισμούς των Κρητικών την περίοδο αυτή. Αναδεικνύει, παράλληλα, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία ταυτοποίησης και διαφοροποίησης Μουσουλμάνων και Χριστιανών, τις μετακινήσεις των πρώτων την περίοδο των επαναστάσεων, με ιδιαίτερη μνεία στην περίπτωση των Μουσουλμάνων της Σπιναλόγκας, τόπου προέλευσης πολλών Τουρκοκρητικών του Bodrum.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της αναχώρησης των Μουσουλμάνων από την Κρήτη, η έλευσή τους σε παραλιακές πόλεις στην Τουρκία και η εικόνα του Bodrum στις αρχές του 20ού αιώνα.  Από την οριζόντια μελέτη της εθνογραφικής και οικονομικής κατάστασης της πόλης περνά στην κάθετη προσέγγιση της γειτονιάς στην οποία εγκαταστάθηκαν οι ανταλλάξιμοι («Η γειτονιά των Τουρκοκρητικών»). Τα ερείπια, τέλος, της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και η διάκριση ανδρικών και γυναικείων χώρων εντός της γειτονιάς προσελκύουν το ερευνητικό ενδιαφέρον.

Στην περιδιάβασή της η ερευνήτρια επισκέπτεται τα σπίτια και τα αντικείμενά τους, τα ρωτά διακριτικά κι εκείνα της απαντούν. Διαπιστώνει ότι η παρουσία, ακόμη και η διάταξή τους στον χώρο, είναι σημαίνουσα. Παρακολουθεί τελετές (κηδείες, γάμους) και τελετουργικές πρακτικές και ανακαλύπτει στοιχεία επιβιωτικότητας του κρητικού πολιτισμού. Τέτοια στοιχεία εντοπίζει στο φαγητό που έλκει την καταγωγή του από το κρητικό παρελθόν, όπως και στις ονομασίες τουριστικών επιχειρήσεων  (εστιατόριο Malades -Μαλάδες, σ. 55)

Ο κατ’ εξοχήν βέβαια φορέας ο οποίος συνδέει με το παρελθόν είναι η γλώσσα: η ομιλία των Τουρκοκρητικών, τα τραγούδια που ανακαλούν στην κρητική διάλεκτο, τα παρατσούκλια τους και, κυρίως, η φαντασιακή εικόνα της Κρήτης που διασώζουν στις συζητήσεις τους και στη φράση «Είμαι Κρητικός». Η Ψαραδάκη μεταφέρει αυτούσιες μαρτυρίες κατοίκων στις οποίες αποτυπώνεται η εικόνα αυτή:

«Η μητέρα μου ήρθε 11 χρονών. Θυμάμαι το θείο μου να λέει ‘όφου μωρέ Κρήτη, όφου μωρέ Κρήτη’» (συνέντευξη με Güler, σ. 88).

«Η παντέρμη Κρήτη ήλεγε, η παντέρμη Κρήτη. Πολύ ήθελε να ζει στη Κρήτη. Για αγάπη το ’λεγε» (συνέντευξη με Mehmet, σ. 88).

Η μνήμη επιβιώνει. Ο πόνος, όπως δείχνει η Ψαραδάκη, επιβιώνει στο πεδίο της μνήμης. Οι σημαντικές αφηγήσεις που διασώζει σηματοδοτούν τη μετάβαση από την ιστορία στη «μνημοϊστορία» ή, με άλλα λόγια, από τη μελέτη των γεγονότων του παρελθόντος στη μελέτη των συνεπειών τους στο παρόν. Η αιχμή, νομίζω, της μελέτης είναι η μετάβαση από το ερώτημα «τι συνέβη» στο ερώτημα «πώς συγκεκριμένοι τρόποι δόμησης του παρελθόντος επιτρέπουν σε μεταγενέστερες κοινότητες (όπως αυτή των  Τουρκοκρητικών) να συγκροτούνται και να διατηρούνται».

Η συγγραφέας στην εργώδη και άκρως ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη της δεν πραγματοποιεί απλώς μια έρευνα. Ακουμπά στις μνήμες των ανθρώπων, ψηλαφά τον πόνο τους, ανιχνεύει συναισθήματα πίσω από τις «κατασκευές» της μνήμης. Με αυστηρά επιστημονική μεθοδολογία προχωρεί σε ανθρωπολογικές αναλύσεις σχετικά με τις διαστάσεις της κρητικής ταυτότητας στον συγκεκριμένο χώρο και την εν γένει αναπαραγωγή ταυτοτήτων. Γιατί, όπως παρατηρεί, «είμαστε οι μνήμες μας, αλλά και αυτό που μένει στις μνήμες των άλλων» (σ. 133).

Η Ελένη Ψαραδάκη κατορθώνει, εν τέλει, σε ένα ακραιφνώς επιστημονικό έργο με γοητευτική αφηγηματικότητα, να συγκινήσει και να προβληματίσει. Να ανασύρει ζωντανές μνήμες  ανθρώπων που ξεριζώθηκαν βίαια και που συντηρούν έναν αιώνα τώρα τον μνησιπήμονα πόνο και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Η εργασία της απέδειξε περίτρανα την άποψη του Άσμαν ότι το παρελθόν δεν «προσλαμβάνεται» απλώς από το παρόν, αλλά ότι το παρόν «στοιχειώνεται» από το παρελθόν.

* Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης